ῥητορεύω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥητορεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть оратором]], [[произносить речи перед народом]] Isocr., Plat., Plut.: ῥ. τι Luc. произносить речь о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[обучать ораторскому искусству]] Plut.
|elrutext='''ῥητορεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть оратором]], [[произносить речи перед народом]] Isocr., Plat., Plut.: ῥ. τι Luc. произносить речь о чем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[обучать ораторскому искусству]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥητορεύω Medium diacritics: ῥητορεύω Low diacritics: ρητορεύω Capitals: ΡΗΤΟΡΕΥΩ
Transliteration A: rhētoreúō Transliteration B: rhētoreuō Transliteration C: ritoreyo Beta Code: r(htoreu/w

English (LSJ)

A to be a public speaker, practise oratory, Isoc.Ep.8.7, Pl. Grg.502d, Arist.Rh.Al.1444a33; οἱ μετὰ γαστέρα -εύοντες afterdinner speakers, Ph.1.156; ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Chrysipp.Stoic.3.175; opp. πολιτεύεσθαι, Nausiph.2:—Pass., of the speech, to be spoken, τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Isoc.5.25:—later in Act. c. acc., τὴν ἐπεσταλμένην πρεσβείαν ἐρρητόρευε was setting forth, Luc.Laps.2. II teach oratory, Str.14.1.48.

German (Pape)

[Seite 841] 1) ein Redner od. Volksredner sein, als Redner auftreten, reden, Plat. Gorg. 502 d u. Folgde; im pass., Isocr. 5, 25. – 2) Lehrer der Beredtsamkeit sein u. als solcher sich mit einer Prunkrede zeigen, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

être orateur ou rhéteur, prononcer un discours fait avec art : τι, prononcer un discours sur qqe sujet ; abs. parler en public.
Étymologie: ῥήτωρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥητορεύω:
1 быть оратором, произносить речи перед народом Isocr., Plat., Plut.: ῥ. τι Luc. произносить речь о чем-л.;
2 обучать ораторскому искусству Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥητορεύω: εἶμαι ῥήτωρ, δημηγορῶ, ὁμιλῶ δημοσίᾳ, ποιοῦμαι χρῆσιν τῆς ῥητορικῆς, Ἰσοκρ. 425D, Πλάτ. Γοργ. 502D· ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1034Β. - Παθ., ἐπὶ τοῦ λόγου, λέγομαι, ἀπαγγέλλομαι, τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C· καὶ οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ. μετ’ αἰτ., ῥ. τὴν πρεσβείαν, ῥητορεύω ὡς ἀπεσταλμένος πρεσβευτής, Λουκ. Ὑπέρ τοῦ ἐν Προσαγ. πταίσματ. 2· ΙΙ. διδάσκω τὴν ῥητορικήν, Στράβ. 650. Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162.

Greek Monolingual

ῥητορεύω ΝΑ ῥήτωρ, -ορος]
είμαι ρήτορας, εκφωνώ δημόσια λόγο
νεοελλ.
είμαι εύγλωττος, έχω το χάρισμα του λέγειν
αρχ.
1. (μτβ.) προσφωνώ κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», Λουκιαν.)
2. παθ. ῥητορεύομαι
(για λόγο) εκφωνούμαι δημόσια («τῶν λόγων... τοὺς μὲν... ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ... γεγράφθαι», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

ῥητορεύω: μέλ. -σω (ῥήτωρ
I. μιλώ δημοσίως, χρησιμοποιώ ή εξασκώ τη ρητορική τέχνη, σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για το λόγο, λέγομαι, απαγγέλλομαι, σε Ισοκρ.
II. διδάσκω τη ρητορική τέχνη, σε Στράβ.

Middle Liddell

ῥητορεύω, fut. -σω ῥήτωρ
I. to speak in public, to use or practise oratory, Plat.:—Pass., of the speech, to be spoken, Isocr.
II. to teach oratory, Strab.