δέσμα: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> lien;<br /><b>2</b> bandeau pour une chevelure de femme.<br />'''Étymologie:''' [[δέω]]¹. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[lien]];<br /><b>2</b> bandeau pour une chevelure de femme.<br />'''Étymologie:''' [[δέω]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:39, 28 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (δέω A) poet. for δεσμός, A bond, fetter, σιδήρεα δέσματ' Od.1.204, cf. 8.278. II head-band, ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα Il. 22.468.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 lazo, atadura σιδήρεα δέσματα Od.1.204, cf. 8.278.
2 lazo, cinta para el pelo ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα Il.22.468.
3 haz χόρτου Stud.Pal.20.85ue.1.27 (imper.) en BL 8.467.
German (Pape)
[Seite 550] τό, Band, Binde, von δέω »binden«, vgl. δεσμός; bei Homer dreimal, in der Form δέσματα: Odyss. 1, 204 οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἐχῃσιν, Fesseln, Bande, δέσματα Subject; Odyss. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ, Fesseln, vgl. vs. 274 δεσμούς, vs. 296 δεσμοί, vs. 317 δεσμός, vs. 336 δεσμοῖς, vs. 340 δεσμοί, vs. 353 δεσμόν, vs. 359 δεσμόν, vs. 360 δεσμοῖο; Iliad. 22, 468 δέσματα Kopfputz, Kopfbinden der Andromache, τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ', ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη, vgl. Scheil. Didym. und Aristonic.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 lien;
2 bandeau pour une chevelure de femme.
Étymologie: δέω¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέσμα -ατος, τό [δέω] boei, keten. band:. ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα zij wierp haar glanzende haarbanden van haar hoofd Il. 22.468.
English (Autenrieth)
ατος (δέ Od. 24.2): only pl., bonds; of a woman's head-band, Il. 22.468. (See cut No. 8).
Greek Monolingual
δέσμα, το (Α) δω
(συνήθ. πληθ.) δέσματα
α) τα δεσμά
β) οι κεφαλόδεσμοι.
Greek Monotonic
δέσμα: -ατος, τό (δέω),
I. ποιητ. αντί δεσμός, δεσμά, αλυσίδες, σε Ομήρ. Οδ.
II. το διάδημα του κεφαλιού, ταινία που δένεται στο κεφάλι, κεφαλόδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
δέσμα: τό, (δέω) ποιητ. ἀντὶ δεσμός, δεσμά, σιδήρεα δέσματ’ Ὀδ. Α. 204, πρβλ. Θ. 278. ΙΙ. ταινία πρὸς δέσιν τῆς κεφαλῆς, ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα Ἰλ. Χ. 468· πρβλ. ἀναδέσμη, ἀνάδημα.
Middle Liddell
[δέω]
I. poet. for δεσμός, a bond, fetter, Od.
II. a head-band, Il.