στενόχωρος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui occupe peu de place, étroit.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[χώρα]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui occupe peu de place]], [[étroit]].<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[χώρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:36, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, narrow, strait, Hp. Mul.1.2 vulg. (v.l. στενόστομος codd. opt.); ὁδοὶ σ. (in the lungs) Gal. 18(2).171: metaph., ἐν σ. καιροῖς BCH12.86 (Panamara).
German (Pape)
[Seite 936] von engem Raume oder Platze, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui occupe peu de place, étroit.
Étymologie: στενός, χώρα.
Greek (Liddell-Scott)
στενόχωρος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν χῶρον, στενός, Ἱππ. 589. 19· πλήρης πολλοῦ πλήθους, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
-η, -ο / στενόχωρος, -ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι»)
2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός
νεοελλ.
1. αυτός που στενοχωρείται εύκολα («είναι στενάχωρος άνθρωπος»)
2. αυτός που προκαλεί στενοχώρια, δυσφορία («στενόχωρη δουλειά»)
αρχ.
μτφ. δύσκολος, καταθλιπτικός («ἐν στενοχώροις καιροῖς», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος. Ο τ. στενάχωρος < στενά + -χωρος (πρβλ. τη φράση είμαι στα στενά «βρίσκομαι σε δύσκολη θέση»)].
Greek Monotonic
στενόχωρος: -ον, αυτός που έχει περιορισμένο χώρο, στενός, στριμωγμένος.