ἀρραγής: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
m (pape replacement)
Line 31: Line 31:
|trtx====unbroken===
|trtx====unbroken===
Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: [[entier]]; Greek: [[αθρυμμάτιστος]]; Ancient Greek: [[ἄθραυστος]], [[ἀρραγής]], [[ἄρρηκτος]], [[ἄκλαστος]], [[ἄθρυπτος]]; Italian: [[intero]]; Latin: [[irruptus]]; Sanskrit: अक्षत
Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: [[entier]]; Greek: [[αθρυμμάτιστος]]; Ancient Greek: [[ἄθραυστος]], [[ἀρραγής]], [[ἄρρηκτος]], [[ἄκλαστος]], [[ἄθρυπτος]]; Italian: [[intero]]; Latin: [[irruptus]]; Sanskrit: अक्षत
}}
{{pape
|ptext=ές ([[ῥήγνυμι]]), <i>nicht zu [[zerreißen]], [[unzerbrechlich]]</i>, Theophr.; Plut. [[σίδηρος]] Dem. 21; [[ὄμμα]], ein <i>nicht in [[Tränen]] [[ausbrechend]]</i>es Auge, Soph. frg. 847. – Kompar. ἀρραγέστερος, [[weniger]] [[gebrechlich]], [[sicherer]], Alciphr. 2.4.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρᾰγής Medium diacritics: ἀρραγής Low diacritics: αρραγής Capitals: ΑΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: arragḗs Transliteration B: arragēs Transliteration C: arragis Beta Code: a)rragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι) A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀρραγές = unbroken surface, Arist.Pr.899b20. 2 that cannot be rent or that cannot be broken, ξύλα Thphr.HP5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34. II ἀρραγὲς ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.

Spanish (DGE)

(ἀρρᾰγής) -ές
I 1no roto de concr. y abstr. ὀστέα Hp.VC 12, βάσεις IG 7.3073.103, ἁρμοί IG 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.Tact.13.3, φάλαγξ Arr.Tact.12.4, σίδηρος Plu.Demetr.21, κόρυθες AP 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.D.22.174, κνημῖδες Nonn.D.30.29, cf. Hsch.
subst. τὸ ἀρραγές = superficie no rota Arist.Pr.899b20
fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar S.Fr.736.
2 irrompible de concr. ξύλα Thphr.HP 5.5.6, τείχεα D.P.1006
de abstr. inquebrantable παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία Sardis 18.50 (V d.C.), Stud.Pal.20.227.5 (VI/VII d.C.) διάλυσις SB 7033.73 (V d.C.).
II adv. ἀρραγῶς = sin rotura S.Fr.1024a.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non brisé.
Étymologie: , ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρᾰγής: неломкий, небьющийся (σίδηρος Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές)
1. ο ακλόνητος, ο σταθερός
2. ο πολύ στερεός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ρωγμές
2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].

Mantoulidis Etymological

(=ἄθραυστος). Ἀπό τό α στερητ. + ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

unbroken

Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: entier; Greek: αθρυμμάτιστος; Ancient Greek: ἄθραυστος, ἀρραγής, ἄρρηκτος, ἄκλαστος, ἄθρυπτος; Italian: intero; Latin: irruptus; Sanskrit: अक्षत

German (Pape)

ές (ῥήγνυμι), nicht zu zerreißen, unzerbrechlich, Theophr.; Plut. σίδηρος Dem. 21; ὄμμα, ein nicht in Tränen ausbrechendes Auge, Soph. frg. 847. – Kompar. ἀρραγέστερος, weniger gebrechlich, sicherer, Alciphr. 2.4.