δυσπρόσιτος: Difference between revisions
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσπρόσῐτος:''' [[труднодоступный]] (sc. φίλοις Eur.; κρυπτόμενος καὶ δ. Plut.). | |elrutext='''δυσπρόσῐτος:''' [[труднодоступный]] (''[[sc.]]'' φίλοις Eur.; κρυπτόμενος καὶ δ. Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:22, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, difficult of access or attack, πόλις D.H.4.54, cf. D.S.15.42, Onos. 11.6; λιμὴν δ. ναυσί J.BJ4.10.5; τεῖχος D.C.40.34; of a man, E. IA345.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lugares de difícil acceso, casi inaccesible, de donde difícil de atacar πόλις D.H.4.54, cf. 11.47, τὰ βασίλεια D.S.20.23, cf. 15.42, ὄρος D.S.14.20, cf. D.S.20.102, τὸ χωρίον LXX 2Ma.12.21, τεῖχος D.C.40.34.1, fig. ὄρος ... δυσπρόσιτον ἡ θεολογία Gr.Nyss.V.Mos.84.21
•neutr. sg. subst. τὸ δ. inaccesibilidad, dificultad de acceso D.C.Epit.9.23.3
•plu. τὰ δ. lugares de difícil acceso D.S.20.64
•de un puerto en el que es difícil atracar δ. δὲ λιμὴν ναυσί I.BI 4.612
•de abstr. τὸ κρυπτόμενον Plu.2.517c.
2 de pers. inaccesible, desagradable, intratable c. dat. τοῖς φίλοισι de Agamenón, E.IA 345, cf. Euagr.Pont.Schol.Ec.28.11, τὸ γὰρ αὐστηρὸν δ. καὶ τοῖσιν ὑγιαίνουσιν καὶ τοῖσι νοσέουσιν Hp.Decent.7, c. rég. prep. δ. ὢν καὶ δυσχερὴς ἐς τὰς χάριτας App.Hisp.85, sin rég. κορυφαῖοι δυσπρόσιτοί τε καὶ συννεφεῖς dirigentes intratables y altivos Them.Or.15.192a, cf. Onas.11.6.
3 fig., de palabras inaceptable, fuera de lugar, rechazable οἱ ἀντίτυποι λόγοι Sch.Pi.N.5.58.
II adv. -ως de forma intratable o inaccesible Poll.5.139.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zugänglich, d. i. unfreundlich, Eur. I. A. 345; schwer anzugreifen, πόλις D. Hal. 4, 54; D. C. 40, 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un abord difficile, peu affable.
Étymologie: δυσ-, πρόσειμι².
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσῐτος: труднодоступный (sc. φίλοις Eur.; κρυπτόμενος καὶ δ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, Διον. Ἁλ. 4. 54· ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ι. Α. 345· πρβλ. δυσπρόσοδος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσπρόσιτος, -ον)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να πλησιάσει, να προσβάλει («λιμήν δυσπρόσιτος ναυσίν»).
Greek Monotonic
δυσπρόσῐτος: -ον, δύσκολος στην προσέγγιση, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-πρόσῐτος, ον
difficult of access, Eur.