ὕδρωψ: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὕδρωψ:''' ωπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> мед. [[водянка]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> физиол. [[околоплодные воды]] Arst.
|elrutext='''ὕδρωψ:''' ωπος ὁ<br /><b class="num">1</b> мед. [[водянка]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> физиол. [[околоплодные воды]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕδρωψ Medium diacritics: ὕδρωψ Low diacritics: ύδρωψ Capitals: ΥΔΡΩΨ
Transliteration A: hýdrōps Transliteration B: hydrōps Transliteration C: ydrops Beta Code: u(/drwy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, (ὕδωρ) A dropsy, Hp.Aph.3.22 (pl.), IG42(1).122.1, 123.33 (Epid., iv B. C.), Epicur.Fr.190, Sor.2.37, etc.; ὕ. ξηρός Hp.Aph.4.11; he distinguishes two kinds, ὁ ὑποσαρκίδιος (v.l. ὑπὸ τῇ σαρκί) and ὁ μετ' ἐμφυσημάτων, Acut.(Sp.) 52. 2 ὕ, εἰς ἀμίδα diabetes, Gal.7.81. 3 any watery discharge, e.g. discharge before parturition, Arist.HA587a6, Cleophant. ap. Sor.2.53; cf. πρόφορος ΙΙ. II a dropsical person, Hp.Int.47 (dub. 1.), Epid.2.5.13— in which sense Dsc. ap. Gal.19.148 read ὑδρώψ (oxyt.). III one of the four humours, aqueous humour, Hp.Morb.4.32, al.

French (Bailly abrégé)

1ωπος (ὁ) :
1 hydropisie;
2 amas d’eau qui s'écoule avant la sortie du fœtus.
Étymologie: ὕδωρ.
2ωπος (ὁ, ἡ)
hydropique.
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὕδρωψ: ωπος ὁ
1 мед. водянка Arst.;
2 физиол. околоплодные воды Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὕδρωψ: -ωπος, ὁ· (ὕδωρ)· - ἡ νόσος «ὑδρωπίασις», ἄλλως ὕδερος, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ξηρὸς αὐτόθι 1249· ὁ Ἱππ. διακρίνει δύο εἴδη, τὸν ὑποσαρκίδιον καὶ τὸν μετ’ ἐμφυσήματος, πρβλ. Foës. Oecon. 2) ὕδ. εἰς ἀμίδα, ἡ νόσος ἡ καλουμένη ὡσαύτως διαβήτης Γαλην. 3) πᾶσα ὑδατώδης ἔκρυσις ἢ ῥοή, οἷον ἡ πρὸ τοῦ τοκετοῦ ῥύσις τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 4· πρβλ. πρόσφορος ΙΙ. ΙΙ. ἄνθρωπος πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. 557. 50., 1046Β· - κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582 «ὕδρωψ. Διοσκ. ἐν δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὀξυτόνως ἀναγινώσκει, καὶ δηλοῦσθαί φησι τὸν ὑδρωποειδῆ», ὁ Schneid. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ὕδωρ ἄνευ τινὸς συνθέσεως πρὸς τὸ ὕδωρ πρβλ. αἱμάλωψ, θυμάλωψ, κτλ.· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 409).

Greek Monotonic

ὕδρωψ: -ωπος, ὁ (ὕδωρ),
I. υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα·
II. υδρωπικός, οιδηματώδης, αυτός που πάσχει από υδρωπικία.

Middle Liddell

ὕδρωψ, ωπος, ὕδωρ
I. dropsy.
II. a dropsical person.

Mantoulidis Etymological

-ωπος ὁ (=ὑδρωπικία, εἶδος δηλ. ἀσθένειας). Ἀπό τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

ωπος, auch οπος, ὁ,
1 Wassersucht, Hippocr. und a. Medic.
2 jede unreine Flüssigkeit; Hippocr.; Arist. H.A. 7.9.
3 der Wassersüchtige, in welcher Bdtg genauere Gramm. ὑδρώψ betonen wollen.