τριτεύω: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triteyo | |Transliteration C=triteyo | ||
|Beta Code=triteu/w | |Beta Code=triteu/w | ||
|Definition=[[hold the office of]] [[τριτευτής]], | |Definition=[[hold the office of]] [[τριτευτής]], ''CIG''3491, ''IGRom.''4.1244 (both Thyatira), 414 (Pergam.); dub. sens. in ''PStrassb.'' 114.6 (ii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
hold the office of τριτευτής, CIG3491, IGRom.4.1244 (both Thyatira), 414 (Pergam.); dub. sens. in PStrassb. 114.6 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτεύω: λαμβάνω ἀξίωμα διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491, 3495.
Greek Monolingual
ΝΑ τριτεύς
νεοελλ.
1. έρχομαι τρίτος κατά σειρά, καταλαμβάνω την τρίτη θέση («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις»)
2. φρ. «τριτεύον ζήτημα» — θέμα μικρής σημασίας
αρχ.
αναλαμβάνω ένα αξίωμα για τρίτη φορά.