ἀργίπους: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ποδος (ὁ, ἡ)<br />aux pieds agiles <i>ou</i> pê aux pieds blancs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹, [[πούς]].
|btext=-ποδος (ὁ, ἡ)<br />aux pieds agiles <i>ou</i> pê aux pieds blancs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹, [[πούς]].
}}
{{pape
|ptext=οδος, <i>[[schnellfüßig]]</i>, od. <i>[[weißfüßig]]</i>, vgl. [[ἀργός]]; ἀργίποδας κύνας <i>Il</i>. 24.211; κριοί Soph. <i>Aj</i>. 236.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀργός]]<br />[[swift]]-footed, Il., Soph.
|mdlsjtxt=[[ἀργός]]<br />[[swift]]-footed, Il., Soph.
}}
{{pape
|ptext=οδος, <i>[[schnellfüßig]]</i>, od. <i>[[weißfüßig]]</i>, vgl. [[ἀργός]]; ἀργίποδας κύνας <i>Il</i>. 24.211; κριοί Soph. <i>Aj</i>. 236.
}}
}}

Revision as of 12:55, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῐπους Medium diacritics: ἀργίπους Low diacritics: αργίπους Capitals: ΑΡΓΙΠΟΥΣ
Transliteration A: argípous Transliteration B: argipous Transliteration C: argipous Beta Code: a)rgi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, swift-footed, ἀργίποδας κύνας Il.24.211; of rams, S.Aj.237 (lyr.) ( = λευκόποδας,, Sch.); = ἀετός (Maced.), Hsch.

Spanish (DGE)

-οδος
• Prosodia: [-ῐ-]
adj. de patas ligeras κύνες Il.24.211, Ps.Phoc.147
quizá de blancas patas κριοί S.Ai.237.

French (Bailly abrégé)

-ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds agiles ou pê aux pieds blancs.
Étymologie: ἀργός¹, πούς.

German (Pape)

οδος, schnellfüßig, od. weißfüßig, vgl. ἀργός; ἀργίποδας κύνας Il. 24.211; κριοί Soph. Aj. 236.

Russian (Dvoretsky)

ἀργίπους: ποδος adj. быстроногий, по друг. белоногий (κύνες Hom.; κριοί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τὸ, ταχύπους, ἀργίποδας κύνας Ἰλ. Ω. 211· ἐπὶ κριῶν, Σοφ. Αἴ. 237 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει λευκόποδας, ἀλλ’ ἴδε ἀργός). Ὁ ἰσοδύναμος τύπος ἀργιόπους (διορθωθεὶς ἤδη εἰς ἀργίπους) εἶναι καθ’ Ἡσύχ. Μακεδονικός, καὶ σημαίνει ἀετόν.

Greek Monolingual

ἀργίπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀργίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό (ἀργός), ταχυκίνητος, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

ἀργός
swift-footed, Il., Soph.