καταρρέζω: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρέζω, ep. ptc. praes. fem. καρρέζουσα; ep. aor. 3 sing. κατέρεξε, strelen.
|elnltext=κατα-ρρέζω, ep. ptc. praes. fem. καρρέζουσα; ep. aor. 3 sing. κατέρεξε, strelen.
}}
{{pape
|ptext=([[ῥέζω]]), <i>[[heruntermachen]], [[streicheln]], und [[dadurch]] [[liebkosen]] od. [[besänftigen]]</i>, χειρί τέ μιν κατέρεξε, <i>Il</i>. 1.361 und [[öfter]], und sp.D., wie Ap.Rh. 4.687 Callim. <i>Dian</i>. 29; [[καρρέζουσα]], ep. = καταρρέζουσα, <i>Il</i>. 5.424.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to pat with the [[hand]], to [[stroke]], [[caress]], like Lat. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (epic for κατερρ-) Hom.; also [[καρρέζουσα]] (epic for καταρρ-) Il.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to pat with the [[hand]], to [[stroke]], [[caress]], like Lat. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (epic for κατερρ-) Hom.; also [[καρρέζουσα]] (epic for καταρρ-) Il.
}}
{{pape
|ptext=([[ῥέζω]]), <i>[[heruntermachen]], [[streicheln]], und [[dadurch]] [[liebkosen]] od. [[besänftigen]]</i>, χειρί τέ μιν κατέρεξε, <i>Il</i>. 1.361 und [[öfter]], und sp.D., wie Ap.Rh. 4.687 Callim. <i>Dian</i>. 29; [[καρρέζουσα]], ep. = καταρρέζουσα, <i>Il</i>. 5.424.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρέζω Medium diacritics: καταρρέζω Low diacritics: καταρρέζω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΕΖΩ
Transliteration A: katarrézō Transliteration B: katarrezō Transliteration C: katarrezo Beta Code: katarre/zw

English (LSJ)

Ep. impf. καταρρέζεσκε Opp.H.5.481:—pat, stroke, caress, Χειρί τέ μιν κατέρεξεν (Ep. for κατέρρ-) Il.1.361, al., cf. A.R.4.687: abs., καρρέζουσα (Ep. for καταρρ-) Il.5.424, cf. Call.Dian.29.

French (Bailly abrégé)

f. καταρρέξω, ao. κατέρρεξα;
flatter de la main, caresser légèrement, acc..
Étymologie: κατά, ῥέζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρρέζω, ep. ptc. praes. fem. καρρέζουσα; ep. aor. 3 sing. κατέρεξε, strelen.

German (Pape)

(ῥέζω), heruntermachen, streicheln, und dadurch liebkosen od. besänftigen, χειρί τέ μιν κατέρεξε, Il. 1.361 und öfter, und sp.D., wie Ap.Rh. 4.687 Callim. Dian. 29; καρρέζουσα, ep. = καταρρέζουσα, Il. 5.424.

Russian (Dvoretsky)

καταρρέζω: эп. καταρέζω (fut. καταρρέξω, aor. κατέρρεξα - эп. κατέρεξα, эп. part. praes. f καρρέζουσα) гладить, ласкать (τινὰ χειρί Hom., Plut.).

English (Autenrieth)

part. καρρέζουσα, aor. κατέρεξε: stroke, caress.

Greek Monolingual

καταρρέζω (Α)
1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.)
2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥέζω «εκτελώ»].

Greek Monotonic

καταρρέζω: μέλ. -ξω, χτυπώ ελαφρά με την παλάμη, χτυπώ χαϊδευτικά, θωπεύω, όπως το Λατ. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (Επικ. αντί κατερρ-), σε Όμηρ.· επίσης καρρέζουσα (Επικ. αντί καταρρ-), σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρέζω: μέλλ. -ξω, φέρω τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος πρὸς τὰ κάτω ἠρέμα, ὡς ἐπὶ τοῦ κυνὸς ὅπως τὸν κάμω νὰ ἡσυχάσῃ· ἐντεῦθεν καθόλου, καταπραΰνω, θωπεύω, «χαϊδεύω», ὡς τὸ Λατ. mulcere, πρβλ. καταψῶ, καταψήχω, ἀκάνθας ἧκα καταρρέξειν ἐπικλίνοι τε πιέζων Ὀππ. Ἁλ. Δ. 611· χειρὶ δε μιν κατέρεξε (Ἐπικ. ἀντὶ κατέρρ-) Ἰλ. Α. 361., Ε 372, Ὀδ. Δ. 610, κτλ· ὡσαύτως καρρέζουσα, (Ἐπικ. ἀντὶ καταρρ-) Ἰλ. Ε. 424· χειρὶ καταρρέξασα ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 687, Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 29·- ἐκ τούτου καὶ τὸ γαλλικὸν caresser.

Middle Liddell

fut. ξω
to pat with the hand, to stroke, caress, like Lat. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (epic for κατερρ-) Hom.; also καρρέζουσα (epic for καταρρ-) Il.