τριπόθητος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst.
|elnltext=τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]] [[ersehnt]], [[sehnlich]] [[gewünscht]]</i>; Mosch. 3.52; Bion 1.59; Luc. <i>Gall</i>. 6 und andere Spätere
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,<br />[[thrice]] (i. e. [[much]])longed for, [[Bion]]., Mosch.
|mdlsjtxt=τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,<br />[[thrice]] (i. e. [[much]])longed for, [[Bion]]., Mosch.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]] [[ersehnt]], [[sehnlich]] [[gewünscht]]</i>; Mosch. 3.52; Bion 1.59; Luc. <i>Gall</i>. 6 und andere Spätere
}}
}}

Revision as of 12:40, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόθητος Medium diacritics: τριπόθητος Low diacritics: τριπόθητος Capitals: ΤΡΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: tripóthētos Transliteration B: tripothētos Transliteration C: tripothitos Beta Code: tripo/qhtos

English (LSJ)

Dor. -ᾱτος (s.v.l.), ον, thrice (i. e. much) longed for, ὦ τριπόθατε Bion 1.58, cf. Mosch.3.51; εἶαρ τ. Bion Fr.15.15; τ. Ἄδωνις Hymn. ap. Hippol.Haer.5.9; also in late Prose, as Luc.Hist.Conscr. 31, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois désiré.
Étymologie: τρίς, ποθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst.

German (Pape)

dreimal ersehnt, sehnlich gewünscht; Mosch. 3.52; Bion 1.59; Luc. Gall. 6 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόθητος: трижды вожделенный, долгожданный Luc.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπόθητος, -ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, -ον, Α
πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων
γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.)
μσν.
1. εκείνος τον οποίο αξίζει να ποθεί κάποιος, ο αξιαγάπητος («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)
2. (για νεκρό) ο πολυαγαπημένος, ο αλησμόνητος («τὸ τριπόθητον ὄνομα Παμφίλου», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που αναμένεται με ανυπομονησία, του οποίου τον ερχομό με χαρά αναμένει κανείς («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.).
επίρρ...
τριποθήτως Μ
1. με έντονο πόθο
2. με μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ποθητός (< ποθῶ)].

Greek Monotonic

τρῐπόθητος: Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, τρεις φορές (δηλ. πολύ) ποθητός, εξαιρετικά επιθυμητός, σε Βίωνα, Μόσχ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόθητος: Δωρ. -ᾱτος, ον, ὁ τρὶς (δηλ. πολὺ) ποθητός, ἐπιθυμητός, ὦ τριπόθατε Βίων 1. 58, Μόσχ. 3. 51· εἶαρ τρ. Βίων 3 (6)· 15· τρ. Ἄδωνις Ὕμν. παρ’ Ἱππολ. (Ὠριγέν.) 5. 9· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστο. Συγγρ. 31, κλπ.

Middle Liddell

τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,
thrice (i. e. much)longed for, Bion., Mosch.