συνεπιμελέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat.
|elnltext=συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat.
}}
{{pape
|ptext=dep. pass., <i>mit od. [[zugleich]] [[besorgen]]</i>; Thuc. 8.39; τούτους [[δεῖν]] συνεπιμεληθῆναι, ὅπως, Plat. <i>Legg</i>. VI.754c; Xen. <i>An</i>. 5.9.23, <i>Mem</i>. 2.8.3; τινός, <i>Oec</i>. 4.3, 6.9; Folgde.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέλομαι]]<br />Dep. to [[join]] in [[taking]] [[care]] of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to [[have]] [[joint]] [[charge]] of the [[army]], Xen.; absol., Xen.
|mdlsjtxt=[[μέλομαι]]<br />Dep. to [[join]] in [[taking]] [[care]] of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to [[have]] [[joint]] [[charge]] of the [[army]], Xen.; absol., Xen.
}}
{{pape
|ptext=dep. pass., <i>mit od. [[zugleich]] [[besorgen]]</i>; Thuc. 8.39; τούτους [[δεῖν]] συνεπιμεληθῆναι, ὅπως, Plat. <i>Legg</i>. VI.754c; Xen. <i>An</i>. 5.9.23, <i>Mem</i>. 2.8.3; τινός, <i>Oec</i>. 4.3, 6.9; Folgde.
}}
}}

Revision as of 12:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιμελέομαι Medium diacritics: συνεπιμελέομαι Low diacritics: συνεπιμελέομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synepimeléomai Transliteration B: synepimeleomai Transliteration C: synepimeleomai Beta Code: sunepimele/omai

English (LSJ)

or συνεπι-μέλομαι, join in taking care of or attending to, τινος Th.8.39, X.Eq.Mag.1.8, etc.; τῆς στρατιᾶς have joint charge of, Id.An.6.1.22; σ. μεθ' ἡμῶν προσήκει D. 48.5, cf. Arist.Ath.49.3; συνεπιμέλεσθαι δὲ αὐτῷ καὶ τοὺς στρατηγούς IG12.59.14, cf. 88.19; τοῦ ἀναθήματος . . τῇ βουλῇ -ήθησαν Ἀρχ. Ἐφ. 1917.41 (Attic decree, iv B.C.): abs., X.Mem.2.8.3; συνεπιμεληθῆναι ὅπως καταστῶσιν Pl.Lg.754c; ὅπως ἂν τάχιστα τυθῇ IG12.39.68; ὅπως τι ληφθῇ PCair.Zen.217.6 (iii B.C.), cf. IG22.678.14; σ. ἵνα . . OGI 214.24 (Milet., iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
prendre soin en même temps ou en commun : τινος de qqn ou de qch.
Étymologie: σύν, ἐπιμελέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat.

German (Pape)

dep. pass., mit od. zugleich besorgen; Thuc. 8.39; τούτους δεῖν συνεπιμεληθῆναι, ὅπως, Plat. Legg. VI.754c; Xen. An. 5.9.23, Mem. 2.8.3; τινός, Oec. 4.3, 6.9; Folgde.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιμελέομαι: вместе заботиться, принимать участие в заботах (τινος Thuc., Xen., Dem.): τούτους δεῖν συνεπιμεληθῆναι, ὅπως … Plat. они должны (говорю я) сообща проследить за тем, чтобы ….

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιμελέομαι: ἀποθετ. (μέλομαι) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω περί τινος ἢ προσέχω εἴς τι, τινος Θουκ. 8. 39· Ξεν.· σ. τῆς στρατιᾶς, ἔχειν κοινὴν ἐπιμέλειαν ἢ φροντίδα περὶ αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 22· σ. τινος μετά τινος Δημ. 1168. 17· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνεπιμεληθῆναι ὅπως τι ἔσται Πλάτ. Νόμ. 754C· σ. ὡς... Συλλ. Ἐπιγρ. 115.

Greek Monotonic

συνεπιμελέομαι: αποθ. (μέλομαι), συμμετέχω στη φροντίδα για κάτι ή φροντίζω, επιμελούμαι κάτι από κοινού με κάποιον, τινος, σε Θουκ., Ξεν.· συνεπιμελέομαι τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την επιμέλεια, τη φροντίδα για το στράτευμα, σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.

Middle Liddell

μέλομαι
Dep. to join in taking care of or attending to, τινος Thuc., Xen.; ς. τῆς στρατιᾶς to have joint charge of the army, Xen.; absol., Xen.