αὐλαία: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> rideau, tenture de porte;<br /><b>2</b> tapis.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[rideau]], [[tenture de porte]];<br /><b>2</b> tapis.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:10, 28 November 2022
English (LSJ)
ἡ, (αὐλή) curtain, Hyp.Fr.139, Thphr.Char.5.9, Men.834, Michel832.26 (Samos, iv B. C.), Plu.Alex.49; especially in the theatre, Men.l.c.; hunting-net, Plu.Alex.40: in plural, screens to protect a wall against missiles, Ph.Bel.95.34.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cortina, lienzo οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοί τι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139, ἐρεᾶ PCair.Zen.54.37 (III a.C.), κλισίας κεκαλυμμένας αὐλαίαις καὶ ... περιστρώμασι D.S.19.22, τῆς ἁρμαμάξης Plu.2.173f, ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι Chares 4, cf. Michel 832.26 (Samos IV a.C.), Thphr.Char.5.9, Plb.33.5.2, Plu.Alex.49, Them.30, Ath.196c, Hsch., Eust.84.2; v. αὐλεία.
2 quizá telón de teatro Men.Fr.684.
3 arpillera para proteger a los que están sobre un muro de los proyectiles lanzados desde fuera, Ph.Bel.95.34.
4 especie de toldo o toldillo en un barco δούς τινα αὐλαίαν ὅπως παράβλημα ἔχῃ PRyl.558.3 (III a.C.).
5 red de caza πρὸς θήρας Plu.Alex.40.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 rideau, tenture de porte;
2 tapis.
Étymologie: αὐλή.
Russian (Dvoretsky)
αὐλαία: ἡ
1 завеса, занавес Polyb., Plut.;
2 ковер Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλαία: ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum παραπέτασμα, «ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 (ἔνθα -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: ὡσαύτως, τάπης, αὐτόθι 40.
Greek Monolingual
η (AM αὐλαία)
1. παραπέτασμα, κουρτίνα
2. το παραπέτασμα που κλείνει τη σκηνή του θεάτρου
3. φρ. «ανοίγει...» ή «υψώνεται η αυλαία» — αρχίζει η παράσταση
β) «κλείνει...» ή «πέφτει η αυλαία» — τελειώνει η παράσταση ή το δράμα (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
μσν.
η σκηνή
αρχ.
1. χαλί
2. δίχτυ για πουλιά.
German (Pape)
ἡ, Vorhang, Pol. 33.3; Plut. Alex. 49, Pyrrh. 20; bes. Theatervorhang, Men. bei Cosm. Ind. p. 197; Tapete, Plut. Alex. 40.