εὐάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "πρός τι" to "πρός τι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien ajusté, qui s'accorde bien, harmonieux ; [[πρός]] [[τι]], τινι qui se plie <i>ou</i> se prête facilement à qch;<br /><i>Cp.</i> εὐαρμοστότερος, <i>Sp.</i> εὐαρμοστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἁρμόττω]].
|btext=ος, ον :<br />bien ajusté, qui s'accorde bien, harmonieux ; πρός τι, τινι qui se plie <i>ou</i> se prête facilement à qch;<br /><i>Cp.</i> εὐαρμοστότερος, <i>Sp.</i> εὐαρμοστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἁρμόττω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:45, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάρμοστος Medium diacritics: εὐάρμοστος Low diacritics: ευάρμοστος Capitals: ΕΥΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: euármostos Transliteration B: euarmostos Transliteration C: evarmostos Beta Code: eu)a/rmostos

English (LSJ)

ον, (ἁρμόζω) A well-joined, harmonious, κάλαμοι E.El.702 (lyr.); μέλος, ὄνομα, Pl.Lg.655a, Cra.405a. II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious, πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32; εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R.413e: Comp. and Sup., Id.Prt.326b, R.412a; τὸ εὐάρμοστον = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. εὐαρμόστως = in a well mended way, in a well adapted way, harmoniously, εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι = be opportunely disposed for something Isoc.11.12, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135; ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33.

German (Pape)

[Seite 1057] gut gefügt, κάλαμοι Eur. El. 702; schön componirt, Arist. Eth. eudem. 3, 2; wohl passend, sich gut fügend, schickend, ὄνομα, μέλος, σχῆμα, Plat. Crat. 405 a Legg. II, 655 a; ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν, sich in Alles schicken, Rep. III, 413 e; πρός τι, Isocr. 12, 32; Pol. 21, 5, 5 u. Sp. – Adv., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι, Isocr. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien ajusté, qui s'accorde bien, harmonieux ; πρός τι, τινι qui se plie ou se prête facilement à qch;
Cp. εὐαρμοστότερος, Sp. εὐαρμοστότατος.
Étymologie: εὖ, ἁρμόττω.

Russian (Dvoretsky)

εὐάρμοστος:
1 слаженный, хорошо подобранный (κάλαμοι Eur.);
2 стройный, гармоничный (μέλος Plat.);
3 подходящий (ὄνομα Plat.);
4 приспособленный, пригодный (πρός τι Isocr., Polyb., Plut. и τινι Plut.): εὐάρμοστον ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Plat. приноравливаться ко всему.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάρμοστος: -ον, (ἁρμόζω) καλῶς ἡρμοσμένος, ἁρμονικός, κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· μέλος, ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ καλῶς συμμορφούμενος εἴς τι, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = εὐαρμοστία, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 223Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐάρμοστος, -ον)
1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός
2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων»)
αρχ.
1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε κάτι
2. αρμόδιος, επιτήδειος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐάρμοστον
η ευαρμοστία.
επίρρ...
ευαρμόστως και ευάρμοστα (ΑΜ εὐαρμόστως)
με καλή, τέλεια αρμογή, αρμονικά, ταιριασμένα
μσν.
επιτήδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρμοστός (< αρμόζω)].

Greek Monotonic

εὐάρμοστος: -ον (ἁρμόζω),
I. καλά συνδεδεμένος, αρμονικός, σε Ευρ., Πλάτ.
II. λέγεται για ανθρώπους, βολικός, καλόβολος, επιτήδειος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐάρμοστος, ον ἁρμόζω
I. well-joined, harmonious, Eur., Plat.
II. of men, accommodating, Plat.