εὐήκοος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> <b>1</b> qui entend bien, qui a l'ouïe fine;<br /><b>2</b> facile à entendre;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> docile, obéissant;<br /><b>2</b> disposé à écouter, qui exauce;<br /><b>3</b> enclin à <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γωνία]]. | |btext=οος, οον;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> <b>1</b> qui entend bien, qui a l'ouïe fine;<br /><b>2</b> facile à entendre;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> [[docile]], [[obéissant]];<br /><b>2</b> [[disposé à écouter]], [[qui exauce]];<br /><b>3</b> enclin à <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γωνία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:07, 28 November 2022
English (LSJ)
Dor. ἐυάκος[ᾱ], ον, (ἀκοή A hearing well or easily, Hp.Aph.3.17 (Comp.). 2 hearing willingly, obedient, Arist.EN1102b27 (Comp.). 3 inclined to give ear, of the gods, θνατοῖς AP9.316.5 (Leon.), cf. IG12(2).101, 105 (Mytil.); written εὐήκουος, Sammelb.4607.5: generally, inclined, πρὸς μεταβολήν Thphr.CP 2.14.5 (Sup.). Adv. -όως, διακεῖσθαι πρός τι Plb.27.7.7. II Pass., easily heard, audible, Arist.Top.107b2; -οώτερα τὰ τῆς νυκτός Id.Pr. 899a19. 2 pleasant to the ear, agreeable, τὸ εὐ. Demetr.Eloc.48, al.
German (Pape)
[Seite 1067] gut, leicht hörend, Hippocr. u. Folgde; εὐηκοωτέρα ἡ νὺξ τῆς ἡμέρας, in der Nacht hört man leichter als bei Tage, Arist. probl. 11, 5; – leicht auf Etwas hörend, willig Folge leistend, gehorsam, Arist. Eth. 1, 13 u. A. – Von den Göttern, zu erhören geneigt, dor. Form εὐάκοος θνατοῖς, Leon. Tar. 29 (IX, 316); Inscr. – Adv., εὐηκόως διακεῖσθαι πρός τι, gehorsam sein gegen, Pol. 27, 6, 7.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
I. au propre 1 qui entend bien, qui a l'ouïe fine;
2 facile à entendre;
II. fig. 1 docile, obéissant;
2 disposé à écouter, qui exauce;
3 enclin à en gén.
Étymologie: εὖ, γωνία.
Russian (Dvoretsky)
εὐήκοος: дор. Anth. εὐάκοος 2
1 слушающийся, послушный (τῷ λόγῳ Arst., Plut.);
2 склонный внимать, внемлющий (θνατοῖς Anth.);
3 легко воспринимаемый слухом, хорошо слышимый (φωνή Arst.);
4 хорошо пропускающий звуки: εὐηκοώτερον ἡ νὺξ τῆς ἡμέρας ἐστίν Arst. ночью звуки слышнее, чем днем.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ἀκούων καλῶς ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Ἀφ. 1247. 2) προθύμως ἀκούων ὑπακούων, εὐπειθής, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 17: - μεταφ., ὑστέραι εὐήκοοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Ἱστ. 10. 1, 7. 3) προθύμως εἰσακούων, ἐπὶ τῶν θεῶν, θνατοῖς Ἀνθ. Π. 9. 316· - καθόλου, κλίνων ἢ ἔχων διάθεσιν, πρὸς μεταβολὴν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 14, 5. - Ἐπιρρ., εὐηκόως διακεῖσθαι πρός τι. Πολύβ. 27. 6, 7. ΙΙ. εὐκόλως ἀκουόμενος, ἀκουστός, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13· εὐηκοώτερα τὰ τῆς νυκτὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 11. 5. 2) εὐχάριστος εἰς τὸ οὖς, εὐάρεστος μνημονεύεται ἐκ Δημ. τοῦ Φαληρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐήκοος, -ον
Α και εὐάκοος, -ον)
αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς»)
αρχ.-μσν.
1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά
2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐήκοον
α) η καλή κατάσταση της ακοής
β) η ευμένεια με την οποία ο θεός εισακούει τις προσευχές
αρχ.
1. αυτός που έχει κλίση ή προδιάθεση για κάτι («εὐήκοος πρὸς μεταβολήν»)
2. εκείνος που ακούγεται καθαρά
3. ευχάριστος στην ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακούω. Το -η- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. επήκοος, υπήκοος)].
Greek Monotonic
εὐήκοος: -ον (ἀκοή), αυτός που πρόθυμα ακούει, λέγεται για τους θεούς, σε Ανθ.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού πρόθυμα ἀκούει. Ἀπό τό εὖ + ἀκούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.