εὐαπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à tromper;<br /><b>2</b> qui trompe facilement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπατάω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[facile à tromper]];<br /><b>2</b> qui trompe facilement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπατάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:55, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰπάτητος Medium diacritics: εὐαπάτητος Low diacritics: ευαπάτητος Capitals: ΕΥΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: euapátētos Transliteration B: euapatētos Transliteration C: evapatitos Beta Code: eu)apa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, A easy to cheat, Pl.Phdr.263b (Comp.); οἱ ἀγαθοὶ εὐ. Biasap.Stob.3.37.36, cf. Arist.Insomn.460b9, al. II Act., cheating readily, τὸ θῆλυ -ότερον Id.HA608b12.

German (Pape)

[Seite 1057] 1) leicht zu betrügen, im comp. Plat. Phaedr. 263 b; Bias Stob. fl. 87, 36; ὦτα Plut. – 2) akt., leicht täuschend, Arist. H. A. 9, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à tromper;
2 qui trompe facilement.
Étymologie: εὖ, ἀπατάω.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰπάτητος:
1 без труда обманываемый, легко вводимый в заблуждение Plat., Arst., Plut.;
2 легко обманывающий, лживый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπάτητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήσῃ τις, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, Βίας παρὰ Στοβ. 221. 46, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 16. κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἑτοίμως, εὐκόλως ἀπατῶν τινα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7.

Greek Monolingual

-η -ο (Α εὐαπάτητος, -ον)
αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος
αρχ.
αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απατητος (< απατώ), πρβλ. ανεξαπάτητος, δυσεξαπάτητος].

Greek Monotonic

εὐᾰπάτητος: -ον (ἀπατάω), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, εύπιστος, ευκολόπιστος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐ-ᾰπάτητος, ον ἀπατάω
easy to cheat, Plat.

English (Woodhouse)

easily deceived, easy to deceive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)