λιπαράμπυξ: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=υκος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> au bandeau brillant;<br /><b>2</b> qui forme un cercle luisant ; gras.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[ἄμπυξ]].
|btext=υκος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[au bandeau brillant]];<br /><b>2</b> qui forme un cercle luisant ; gras.<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]], [[ἄμπυξ]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:50, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰράμπυξ Medium diacritics: λιπαράμπυξ Low diacritics: λιπαράμπυξ Capitals: ΛΙΠΑΡΑΜΠΥΞ
Transliteration A: liparámpyx Transliteration B: liparampyx Transliteration C: liparampyks Beta Code: lipara/mpuc

English (LSJ)

ῠκος, ὁ, ἡ, with bright fillet or headband, Μναμοσύνα Pi.N.7.15; parodied by Ar.Ach.671 (lyr.), as epithet of fishsauce.

German (Pape)

[Seite 50] υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne, Pind. N. 7, 15; komisch von einer Brühe, Ar. Ach. 671.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ, ἡ)
1 au bandeau brillant;
2 qui forme un cercle luisant ; gras.
Étymologie: λιπαρός, ἄμπυξ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰράμπυξ: ῠκος adj.
1 с блистающей повязкой (Μναμοσύνα Pind.);
2 шутл. блистательный, сверкающий (Θασία, sc. ἅλμη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων λαμπρὰν ταινίαν ἢ τιάραν, Πινδ. Ν. 7. 22· παρῳδούμενον ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 671, ὡς ἐπίθ. καρυκεύματός τινος ἰχθύων.

English (Slater)

λῐπᾰράμπυξ with bright headband Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπᾰκος (N. 7.15) λιπαρ]άμπυ[κε]ς ἱστάμεναι χορὸν (ταχύ)ποδα παρθένοι (supp. Snell) (Pae. 2.99)

Greek Monolingual

λιπαράμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία της κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.)
2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + ἄμπυξ «διάδημα»].

Greek Monotonic

λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο, μαντήλι κεφαλιού, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λῐπᾰρ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,
with bright tiara, Pind.