ἐπισταθμία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> logement militaire, quartier;<br /><b>2</b> obligation de loger (des militaires, certains personnages, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίσταθμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[logement militaire]], [[quartier]];<br /><b>2</b> obligation de loger (des militaires, certains personnages, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίσταθμος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:31, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισταθμία Medium diacritics: ἐπισταθμία Low diacritics: επισταθμία Capitals: ΕΠΙΣΤΑΘΜΙΑ
Transliteration A: epistathmía Transliteration B: epistathmia Transliteration C: epistathmia Beta Code: e)pistaqmi/a

English (LSJ)

v. ἐπισταθμεία.

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, das Einkehren in ein Quartier, ποιεῖσθαι παρά τινι, sich einquartieren, D. Sic. 17, 47; die Einquartierung od. Verpflichtung, Einquartierung zu nehmen, Plut. Sert. 6 u. a. Sp.; v.l. ist oft ἐπισταθμεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 logement militaire, quartier;
2 obligation de loger (des militaires, certains personnages, etc.).
Étymologie: ἐπίσταθμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισταθμία:
1 расквартирование, постой (ἐπισταθμίαν ποιεῖσθαι παρά τινι Diod.);
2 постойная повинность (τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισταθμία: ἡ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι παρά τινι, καταλύειν παρά τινι, Διόδ. 17. 47 (διάφ. γραφ. -είαν), πρβλ. Ἐκλογ. 603. 92 καὶ 96. ΙΙ. ὑποχρέωσις τοῦ παρέχειν κατάλυμα εἴς τινα, κυρίως εἰς στρατιώτην, μάλιστα δὲ τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξας ἠγαπήθη, «τῆς ἀνάγκης τοῦ οἴκησιν καὶ τροφὴν παρέχειν τοῖς στρατιώταις· τοῦτο γὰρ ἐσήμαινον αἱ ἐπισταθμίαι, ὃ παρὰ τοῖς Τούρκοις τὰ καλούμενα κονάκια» Κοραῆς (τ. 4. σ. 330), Πλουτ. Σερτώρ. 6, Κικ. Ἀττ. 13. 52, 2.

Greek Monolingual

η (AM ἐπισταθμία
Α και ἐπισταθμεία) επίσταθμος
κατάλυμα
νεοελλ.
η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείας
αρχ.
υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.

Greek Monotonic

ἐπισταθμία: ἡ, υποχρέωση παροχής καταλύματος σε κάποιον, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπισταθμία, ἡ,
a liability to have persons quartered on one, Plut.