συνουσιαστικός: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang. | |elnltext=συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] [[gezellig in de omgang]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:51, 29 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209. 2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19. II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177. 2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang.
Russian (Dvoretsky)
συνουσιαστικός: умеющий вести себя в обществе, светский Arph.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.
Greek Monotonic
συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.
Middle Liddell
συνουσιαστικός, ή, όν
suited for society, sociable, Ar.
German (Pape)
ή, όν, zum Umgange gehörig, geschickt, καὶ ξυμποτικός, Ar. Vesp. 1209, bes. zum Beischlafe geschickt, geneigt.