Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄρριχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρρῐχος:''' ἡ και ὁ, [[καλάθι]] που είναι κατασκευασμένο από [[καλάμι]] ή [[λυγαριά]], σε Αριστοφ., Ανθ.
|lsmtext='''ἄρρῐχος:''' ἡ και ὁ, [[καλάθι]] που είναι κατασκευασμένο από [[καλάμι]] ή [[λυγαριά]], σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der Korb</i>, Diosc. 16 (VII.410); att. ἡ, Ar. <i>Av</i>. 1309; vgl. <i>B.A</i>. p. 446 und [[ἄρσιχος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 36: Line 39:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[cesta de mimbre]] ἐλθὲ ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας ... περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον <b class="b3">ve en la hora sexta del día ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano</b> P III 616  
|esmgtx=ὁ [[cesta de mimbre]] ἐλθὲ ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας ... περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον <b class="b3">ve en la hora sexta del día ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano</b> P III 616  
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der Korb</i>, Diosc. 16 (VII.410); att. ἡ, Ar. <i>Av</i>. 1309; vgl. <i>B.A</i>. p. 446 und [[ἄρσιχος]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρῐχος Medium diacritics: ἄρριχος Low diacritics: άρριχος Capitals: ΑΡΡΙΧΟΣ
Transliteration A: árrichos Transliteration B: arrichos Transliteration C: arrichos Beta Code: a)/rrixos

English (LSJ)

ἡ, wicker basket, Ar.Av.1309, Thphr.CP1.7.2: masc. in AP7.410 (Diosc.):—also ἄρσῐχος, D.S.20.41, Marm.Par.55, IG12 (7).162.22,42 (Amorgos).

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
• Alolema(s): ἄρσιχος, ὁ IG 12(7).62.22 (Amorgos IV a.C.), Marm.Par.39, D.S.20.41; ἄρσικος, ὁ AB 446.30
• Morfología: [masc. AP 7.410 (Diosc.), EM 149.30]
canasta, canastillo τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίμπλημι πτερῶν Ar.Au.1309, ἰσχάδων ἄρριχον Plu.2.527d, cf. IG l.c., Thphr.CP 1.7.2, Marm.Par.l.c., Philostr.VA 2.8, Com.Adesp.1342, D.C.65.18.2, AP l.c., D.S.l.c., Hsch., AB l.c., EM l.c.
• Etimología: Etim. dud. quizá prést.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ, postér. ὁ)
corbeille, panier.
Étymologie: DELG pê emprunté.

Greek Monolingual

ἄρριχος, η (Α)
κοφίνι από λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνειο. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με επίθημα -χος (πρβλ. σύρριχος «καλάθι»). Ο αττ. τ. άρριχος σχηματίστηκε με αφομοίωση από τον ιων. τ. άρσιχος. Το θέμα αρσι-προήλθε πιθ. από ŗso / ŗsi- < ΙΕ. ρίζα ers- / res- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» (πρβλ. αρχ. ινδ. rajjuh «σχοινί», λατ. restis «σχοινί» κ.ά.) ή κατ' άλλους από το αίρω «υψώνω»].

Greek Monotonic

ἄρρῐχος: ἡ και ὁ, καλάθι που είναι κατασκευασμένο από καλάμι ή λυγαριά, σε Αριστοφ., Ανθ.

German (Pape)

ὁ, der Korb, Diosc. 16 (VII.410); att. ἡ, Ar. Av. 1309; vgl. B.A. p. 446 und ἄρσιχος.

Russian (Dvoretsky)

ἄρρῑχος: ἡ (Anth. ὁ) корзина Arph., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (m.)
Meaning: basket (Ar.)
Other forms: ἀρίσκος· κόφινος [basket] η ἀγγεῖον λύγινον [`of wood, agnus castus'] H.
Derivatives: ἄρσιχος (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. -ρσ- > -ρρ- is normal; Forbes, Glotta 36, 1958, 265. The suffix in the synonym σύριχος etc. (Schwyzer 498, Chantr. Form. 402). Fur. 348 compares ἄρυσος/ἔ- basket. Prob. a substr. word. (Not to ἀερσι- with DELG)

Middle Liddell

a wicker basket, Ar., Anth.

Frisk Etymology German

ἄρριχος: {árrikhos}
Forms: ἄρσιχος (D. S., Marm. Par., Amorgos).
Grammar: f. (m.)
Meaning: Korb (Ar., Thphr., AP),
Derivative: Deminutivum ἀρριχίς f. (Ath.).
Etymology: Unerklärt. Verfehlt Petersson KZ 47, 256f. (s. WP. 2, 374) und Specht Ursprung 251 und 256. Dasselbe Suffix wie im synonymen σύριχος u. a. (Schwyzer 498, Chantraine Formation 402).
Page 1,152

Léxico de magia

cesta de mimbre ἐλθὲ ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας ... περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον ve en la hora sexta del día ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano P III 616