πανώλης: Difference between revisions
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πανώλης -ες [πᾶς, ὄλλυμι] rampzalig. volledig verwoest; ἦ τἂν πανώλεις... ὀλοίατο dan zouden zij zeker volledig ten onder gaan Aeschl. Sept. 552; in morele zin verdorven, slecht. π. πατήρ verdorven vader (van Agamemnon) Soph. El. 544. | |elnltext=πανώλης -ες [[[πᾶς]], [[ὄλλυμι]]] rampzalig. volledig verwoest; ἦ τἂν πανώλεις... ὀλοίατο dan zouden zij zeker volledig ten onder gaan Aeschl. Sept. 552; in morele zin verdorven, slecht. π. πατήρ verdorven vader (van Agamemnon) Soph. El. 544. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:59, 29 November 2022
English (LSJ)
ες, (ὄλλυμι) A = πανώλεθρος 1.1, π. ὄλλυσθαι A.Th.552; ἔρρειν π. Id.Pers.732; ἤτω ἐξώλης τε καὶ πανώλης, a form of execration, Wiener Denkschr.44(6) p.54 (Cilicia). 2 in moral sense, = πανώλεθρος 1.2, S.OC1264, El.544, E.El.60. II Act., all-destructive, συμφοραί S.OC1015.
German (Pape)
[Seite 466] ες, ganz verderbt, wie πανώλεθρος; Aesch. ἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ' ὀλοίατο, Spt. 552; Pers. 718; auch verworfen, verrucht, τῷ πανώλει παιδὶ τῷ Λαερτίου, Soph. Phil. 1341; O. C. 1266, vgl. El. 534, wie Eur. El. 60; – ganz verderblich, ξυμφοραί, Soph. O. C. 1019.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
c. πανώλεθρος.
Étymologie: πᾶς, ὄλλυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανώλης -ες [πᾶς, ὄλλυμι] rampzalig. volledig verwoest; ἦ τἂν πανώλεις... ὀλοίατο dan zouden zij zeker volledig ten onder gaan Aeschl. Sept. 552; in morele zin verdorven, slecht. π. πατήρ verdorven vader (van Agamemnon) Soph. El. 544.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνώλης:
1 совершенно погибший (Βακτρίων δ᾽ ἔρρει π. δῆμος Aesch.);
2 отверженный, проклятый (παῖς ὁ Λαερτίου Soph.);
3 губительнейший (ξυμφοραί Soph.).
Greek Monotonic
πᾰνώλης: -ες (ὄλλυμι),
I. 1. = πανώλεθρος, σε Αισχύλ.
2. με ηθική σημασία, όπως το πανώλεθρος I. 2, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., εντελώς καταστρεπτικός, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνώλης: -ες, (ὄλλυμι) = πανώλεθρος, π. ὄλλυσθαι Αἰσχύλ Θήβ. 552· ἔρρειν π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· ἐξώλης, πανώλης ἤτω, τύπος κατάρας, Ἐπιγραφ. Ἁλικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2667, πρβλ. 2664. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ πανώλεθρος Ι. 2, Σοφ. Ο. Κ. 1264, Ἠλ. 544, Εὐρ. Ἠλ. 60. ΙΙ. ἐνεργ., καταστρεπτικώτατος, Σοφ. Ο. Κ. 1015.
Middle Liddell
πᾰν-ώλης, ες ὄλλυμι
I. = πανώλεθρος, Aesch.
2. in moral sense, like πανώλεθρος I. 2, Soph., Eur.
II. act. all-destructive, Soph.
English (Woodhouse)
abominable, base, harmful, ruinous, causing ruin, destroyed utterly, utterly ruined
Mantoulidis Etymological
(=πανούκλα). Ἀπό το πᾶς + ὄλλυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.