ναύσταθμος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ναύσταθμος]] ὁ και [[ναύσταθμον]], τὸ)<br />[[σταθμός]] πλοίων, [[τόπος]] όπου σταθμεύουν πλοία<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[θαλάσσιος]] [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο ελλιμενίζονται, επισκευάζονται και εφοδιάζονται πολεμικά πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[σταθμός]]. | |mltxt=ο (Α [[ναύσταθμος]] ὁ και [[ναύσταθμον]], [[τὸ]])<br />[[σταθμός]] πλοίων, [[τόπος]] όπου σταθμεύουν πλοία<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[θαλάσσιος]] [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο ελλιμενίζονται, επισκευάζονται και εφοδιάζονται πολεμικά πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[σταθμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:51, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, = τὸ ναύσταθμον.
German (Pape)
[Seite 232] ὁ, = Vorigem, Plut. Aristid. 22 Anton. 63.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
port, mouillage.
Étymologie: ναῦς, σταθμός.
Greek Monolingual
ο (Α ναύσταθμος ὁ και ναύσταθμον, τὸ)
σταθμός πλοίων, τόπος όπου σταθμεύουν πλοία
νεοελλ.
(ειδικά) θαλάσσιος χώρος μέσα στον οποίο ελλιμενίζονται, επισκευάζονται και εφοδιάζονται πολεμικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + σταθμός.
Greek Monotonic
ναύσταθμος: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ναύσταθμος: ὁ Polyb., Plut. = ναύσταθμον.
Mantoulidis Etymological
(=λιμάνι, ἀγκυροβόλι). Ἀπό τό ναῦς + σταθμός τοῦ ἵστημι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι καί στή λέξη ναῦς.