στρατηγέτης: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταρταγέτας]] και τ. θηλ. στρατηγέτις Α<br />[[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταρταγέτας]] και τ. θηλ. στρατηγέτις Α<br />[[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] ([[πρβλ]]. [[ποδηγέτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 8 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ,= στρατηγός, SIG 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.Philopatr.9; Cret. σταρταγέτας (q.v.): fem. στρᾰτηγ-έτις, ιδος, Tz.H. 12.967.
German (Pape)
[Seite 951] ὁ, = στρατηγός, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. στρατηγός.
Étymologie: στρατηγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηγέτης -ου, ὁ [στρατηγέω] legeraanvoerder, bevelhebber, generaal.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγέτης: ου ὁ Luc. = στρατηγός.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγέτης: -ου, ὁ, = στρατηγός, Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = στρατηγία, Βυζαντ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σταρταγέτας και τ. θηλ. στρατηγέτις Α
στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ἡγέτης (πρβλ. ποδηγέτης)].