συναιχμάλωτος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de captivité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αἰχμάλωτος]].
|btext=ος, ον :<br />[[compagnon de captivité]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αἰχμάλωτος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναιχμᾰλωτος Medium diacritics: συναιχμάλωτος Low diacritics: συναιχμάλωτος Capitals: ΣΥΝΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: synaichmálōtos Transliteration B: synaichmalōtos Transliteration C: synaichmalotos Beta Code: sunaixma/lwtos

English (LSJ)

ὁ, fellow-prisoner, Ep.Rom.16.7, Luc.Asin.27:—fem. συναιχμάλωτις, ιδος, Conon 13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 997] mit kriegsgefangen, N. T., Luc. asin. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de captivité.
Étymologie: σύν, αἰχμάλωτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναιχμάλωτος -ον [σύν, αἰχμάλωτος] medegevangene.

Russian (Dvoretsky)

συναιχμάλωτος:вместе находящийся в плену, товарищ по плену Luc., NT.

Greek (Liddell-Scott)

συναιχμάλωτος: -ον, ὁ καὶ αὐτὸς αἰχμάλωτος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ις΄, 7, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.

English (Strong)

from σύν and αἰχμάλωτος; a co-captive: fellowprisoner.

English (Thayer)

συναιχμαλωτου, ὁ, a fellow-prisoner (Vulg. concaptivus): Lucian, asin. 27). (Cf. Lightfoot on Colossians, the passage cited; Fritzsche, Commentary on Romans, vol. i., p. 21note.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, -ίδος, Α
ο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συναιχμάλωτος: -ον, αυτός που είναι επίσης αιχμάλωτος, φυλακισμένος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

συν-αιχμάλωτος, ον,
a fellow-prisoner, NTest.

Chinese

原文音譯:sunaicm£lwtoj 尋-埃喊-阿羅拖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:共同-槍矛-擄獲的
字義溯源:同作俘虜,一同坐監,同坐監的;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(αἰχμάλωτος)=戰爭俘虜)組成,而 (αἰχμάλωτος)又由(αἰχμάλωτος)X*=槍,矛)與(ἅλωσις)=擄獲)組成,其中 (ἅλωσις)出自(αἱρέομαι)*=取為己有)。參讀 (αἰχμαλωτίζω)同源字
出現次數:總共(3);羅(1);西(1);門(1)
譯字彙編
1) 同坐監的(2) 羅16:7; 門1:23;
2) 一同坐監(1) 西4:10