φυτός: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[ξόανο]]) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη [[φύση]], [[χωρίς]] την ανθρώπινη [[επενέργεια]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φυτός]] έχει σχηματιστεί από θ. <i>φῠ</i>- του ρ. <i>φύω</i>, [[φύομαι]] με την κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ. και εμφανίζει βραχύ -<i>ῠ</i>-, [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῦ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), αναλογικά [[προς]] τον ενεστ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>φύω</i>). Η λ. [[φυτός]] απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[ξόανο]]) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη [[φύση]], [[χωρίς]] την ανθρώπινη [[επενέργεια]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φυτός]] έχει σχηματιστεί από θ. <i>φῠ</i>- του ρ. <i>φύω</i>, [[φύομαι]] με την κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ. και εμφανίζει βραχύ -<i>ῠ</i>-, [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῦ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), αναλογικά [[προς]] τον ενεστ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>φύω</i>). Η λ. [[φυτός]] απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. ([[πρβλ]]. [[ἐλαιόφυτος]], [[νεόφυτος]]), ενώ από το ουδ. έχει προέλθει το ουσ. [[φυτό]](<i>ν</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:40, 8 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, (φύω) of a wooden statue, A shaped by nature, without art, Pi.P.5.42; πύαλον . . φοιτήν (sic) SIG1231.8 (Bithynia, iii/iv A. D.). II fruitful, πεδίον LXX Ez.17.5.
German (Pape)
[Seite 1320] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 formé par la nature, naturel;
2 qui engendre, fécond, fertile.
Étymologie: φύω.
Russian (Dvoretsky)
φῠτός: созданный природой, естественный (ἀνδριάς Pind.). - см. тж. φυτόν.
Greek (Liddell-Scott)
φυτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως ἄνευ τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. ἔνθα ἴδε Böckh. II. καρποφόρος, γόνιμος, πεδίον Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5).
English (Slater)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει
2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια
3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ- του ρ. φύω, φύομαι με την κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. και εμφανίζει βραχύ -ῠ-, αντί του αναμενόμενου -ῦ- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūta-), αναλογικά προς τον ενεστ. φύω / φύομαι (βλ. και λ. φύω). Η λ. φυτός απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. (πρβλ. ἐλαιόφυτος, νεόφυτος), ενώ από το ουδ. έχει προέλθει το ουσ. φυτό(ν)].
Greek Monotonic
φῠτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φύω, σχηματισμένος από τη φύση, ανεπιτήδευτος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φῠτός, ή, όν verb. adj. of φύω]
shaped by nature, without art, Pind.