παχυμερής: Difference between revisions
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />[[υλιστικός]], [[πεζός]], προσηλωμένος στα εγκόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, [[σωματώδης]], [[εύσωμος]]<br /><b>2.</b> [[σωματικός]], [[υλικός]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρος]] και [[χονδρικός]], [[κατά]] [[προσέγγιση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παχύς]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παχυμερές</i><br />το πυκνό [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παχυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> χονδρικώς, με γενικό τρόπο, [[κατά]] [[προσέγγιση]], αδρά<br /><b>2.</b> επί [[τροχάδην]], [[γρήγορα]] («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), | |mltxt=-ές, ΝΑ<br />[[υλιστικός]], [[πεζός]], προσηλωμένος στα εγκόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, [[σωματώδης]], [[εύσωμος]]<br /><b>2.</b> [[σωματικός]], [[υλικός]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρος]] και [[χονδρικός]], [[κατά]] [[προσέγγιση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παχύς]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παχυμερές</i><br />το πυκνό [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παχυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> χονδρικώς, με γενικό τρόπο, [[κατά]] [[προσέγγιση]], αδρά<br /><b>2.</b> επί [[τροχάδην]], [[γρήγορα]] («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[λεπτομερής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:15, 10 May 2023
English (LSJ)
παχυμερές,
A consisting of thick or coarse parts, Ti.Locr.100e (Comp.), Arist.Pr.873a6; ἀήρ Corn.ND5 (Sup.); τὸ παχυμερές the dense part, Epicur.Ep.2p.51U.; τὸ παχυμερέστερον, opp. τὸ λεπτομερέστερον, Arist.Cael.304a31; τὸ παχυμερέστατον Placit.1.3.11.
II metaph. in Adv., loosely, broadly, roughly, εἴρηται παχυμερῶς Str.1.4.7, cf. 8 (Comp.), Ach. Tat.Intr.Arat. 18; cursorily, ἐξετάζειν Just.Nov. 53.4.1.
German (Pape)
[Seite 539] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
formé de parties épaisses, gros, épais;
Sp. παχυμερέστατος.
Étymologie: παχύς, μέρος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰχῠμερής: состоящий из толстых или плотных частей (τὸ ψυχρόν Plat.; sc. ὕδωρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχῠμερής: -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν μέρος, Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, παχυλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, παχέως».
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος
2. σωματικός, υλικός
3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση
4. μτφ. παχύς
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές
το πυκνό μέρος.
επίρρ...
παχυμερῶς Α
1. (κατά τον Ησύχ.) χονδρικώς, με γενικό τρόπο, κατά προσέγγιση, αδρά
2. επί τροχάδην, γρήγορα («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτομερής].
Greek Monotonic
πᾰχῠμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πυκνά και χοντρά κομμάτια· μεταφ. ως επίρρ., χονδροειδώς, σε Στράβ.
Middle Liddell
πᾰχῠ-μερής, ές
consisting of thick or coarse parts: metaph. in adv. roughly, Strab.