σχοινοβάτης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schoinovatis | |Transliteration C=schoinovatis | ||
|Beta Code=sxoinoba/ths | |Beta Code=sxoinoba/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[βαίνω]]) [[rope dancer]], Cat.Cod.Astr.8(4).213, | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[βαίνω]]) [[rope dancer]], Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, ''Glossaria''; Lat. [[schoenobates]], Juv.3.77:—hence [[σχοινοβατία]], lon. [[σχοινοβατίη]], ἡ, [[rope dancing]], interpol. in Hp.''Vict.''3.68; [[σχοινοβατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), Sch.D.T.p.110H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω) rope dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Glossaria; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινοβατία, lon. σχοινοβατίη, ἡ, rope dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινοβατική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.
German (Pape)
[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης.
Greek Monotonic
σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβάτης, schoenobates στον Ιουβεν.
Middle Liddell
σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, βαίνω
a rope-dancer, schoenobates in Juven.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σχοῖνος (=βοῦρλο, καλάμι, σχοινί) + βαίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σχοῖνος: σχοίνινος, σχοινίον, σχοινίζω (=καθαρίζω με ὀδοντογλυφίδα), σχοίνισμα (=μέρος γῆς, μερίδιο), σχοινισμός.