κάρρων: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάρρων]], -ον (Α)<br />[[καλύτερος]] (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας [[Λακεδαίμων]] ἔχει τήνου κάρρονας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ἄμμες]] δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. [[κάρρων]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρσων</i>, με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρ</i>-<i>σσων</i>, με [[απλοποίηση]] τών -<i>σσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>κάρτ</i>-<i>yων</i>, με [[αφομοίωση]] (-<i>τy</i>- > -<i>σσ</i>- [[πρβλ]]. <i>μέλιτ</i>-<i>ya</i> > [[μέλισσα]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καρτ</i>-, [[πρβλ]]. <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>].
|mltxt=[[κάρρων]], -ον (Α)<br />[[καλύτερος]] (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας [[Λακεδαίμων]] ἔχει τήνου κάρρονας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ἄμμες]] δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. [[κάρρων]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρσων</i>, με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρ</i>-<i>σσων</i>, με [[απλοποίηση]] τών -<i>σσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>κάρτ</i>-<i>yων</i>, με [[αφομοίωση]] (-<i>τy</i>- > -<i>σσ</i>- [[πρβλ]]. <i>μέλιτ</i>-<i>ya</i> > [[μέλισσα]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καρτ</i>-, [[πρβλ]]. [[καρτερός]]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρρων Medium diacritics: κάρρων Low diacritics: κάρρων Capitals: ΚΑΡΡΩΝ
Transliteration A: kárrōn Transliteration B: karrōn Transliteration C: karron Beta Code: ka/rrwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, stronger, better, Dor. for κρείσσων, Alcm.89, Epich.165, Sophr.59, Ti.Locr.94c, AP7.413.7 (Antip.), Plu.Lyc.25; κάρρον ἐστίν c. inf., it is better to... Cerc.5.13:—hence καρρόθεν, Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρρων -ον Dor. comp. voor κρείσσων.

German (Pape)

ον, dor. = κρείσσων, Epicharm. Ath. VIII.363f; Plut. Pyrrh. 27 E.; bei Antip.Sid. 82 (VII.413) l.d.

Russian (Dvoretsky)

κάρρων: 2, gen. ονος дор. Plat., Plut., Anth. = κρείσσων.

Greek (Liddell-Scott)

κάρρων: -ον, γεν. ονος, Δωρ. ἀντὶ κρέσσων, κρείσσων, Ἀλκμὰν 83, Ἐπίχ. 115 Ahr., Σώφρων 27, Τίμ. Λοκρ. 94C, κ. ἀλλ.·―καρρόθεν, Ἐπίρρ., ἀπὸ τοῦ κρείττονος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ.―Πρβλ. κάρτα, κρατύς, κάρτιστος.

Greek Monolingual

κάρρων, -ον (Α)
καλύτερος (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας Λακεδαίμων ἔχει τήνου κάρρονας», Πλούτ.
β. «ἄμμες δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρρων < κάρσων, με αφομοίωση < κάρ-σσων, με απλοποίηση τών -σσ- < κάρτ-yων, με αφομοίωση (-τy- > -σσ- πρβλ. μέλιτ-ya > μέλισσα) < θ. καρτ-, πρβλ. καρτερός].