ἱεροπρεπής: Difference between revisions
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "sacrific" to "sacrific") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ές, <i>dem Heiligen [[geziemend]], [[anständig]], [[ehrwürdig]]</i>; [[καὶ νῦν]] ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος [[εἶναι]] τῶν προγεγενημένων Xen. <i>Symp</i>. 8.40, <i>du scheinst den meisten priesterlichen [[Anstand]] zu haben</i>; [[ὄνομα]] Plat. <i>Theag</i>. 122d; ἡ [[κνίσσα]] [[θεσπέσιος]] καὶ [[ἱεροπρεπής]] Luc. <i> | |ptext=ές, <i>dem Heiligen [[geziemend]], [[anständig]], [[ehrwürdig]]</i>; [[καὶ νῦν]] ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος [[εἶναι]] τῶν προγεγενημένων Xen. <i>Symp</i>. 8.40, <i>du scheinst den meisten priesterlichen [[Anstand]] zu haben</i>; [[ὄνομα]] Plat. <i>Theag</i>. 122d; ἡ [[κνίσσα]] [[θεσπέσιος]] καὶ [[ἱεροπρεπής]] Luc. <i>sacrific</i>. 13.<br><b class="num">• Adv.</b>, Sp., wie Heraclid. <i>alleg.Hom</i>. 2. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:07, 16 December 2022
English (LSJ)
ές, bseeming a sacred place, person or matter, ὄνομα Pl.Thg.122e; τέχνη, of cookery, Men.130; κνῖσα Luc. Sacr.13; of persons, -έστατος τῶν προγεγενημένων X.Smp.8.40, cf. D.C.56.46, LXX 4 Ma.9.25, Ep.Tit.2.3. Adv. -πῶς Michel 163.21 (Delos, ii B.C.), Inscr.Prien.109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. Ap.1.19.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui convient à une personne ou à une chose sacrée, digne d'une personne ou d'une chose sainte.
Étymologie: ἱερός, πρέπω.
German (Pape)
ές, dem Heiligen geziemend, anständig, ehrwürdig; καὶ νῦν ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος εἶναι τῶν προγεγενημένων Xen. Symp. 8.40, du scheinst den meisten priesterlichen Anstand zu haben; ὄνομα Plat. Theag. 122d; ἡ κνίσσα θεσπέσιος καὶ ἱεροπρεπής Luc. sacrific. 13.
• Adv., Sp., wie Heraclid. alleg.Hom. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροπρεπής:
1 достойный священного места, приличествующий священным целям (κνῖσα Luc.; ἐν καταστήματι NT);
2 священный (ὄνομα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς ἱερὸν τόπον, πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, σεβάσμιος, Πλάτ. Θεάγ. 112 D, Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος Ξεν. Συμπ. 8, 40. ― Επίρρ. -πῶς, Στράβ. 567, Βηρωσὸς παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 20 (;), Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροπρεπῶς· θεοπρεπῶς».
English (Strong)
from ἱερός and the same as πρέπω; reverent: as becometh holiness.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή
2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος.
επίρρ...
ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς)
με ιεροπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής, μεγάλοπρεπής].
Greek Monotonic
ἱεροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει, αρμόζει σε ιερό χώρο, αξιοσέβαστος, ιερός, διαπρεπής, σεβάσμιος, σε Πλάτ., Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἱερο-πρεπής, ές πρέπω
beseeming a sacred place, person or matter, holy, reverend, Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen.
Chinese
原文音譯:ƒeroprep»j 希誒羅-普雷胚士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:聖的-理應
字義溯源:恭敬的,受尊敬的,聖的,虔敬的;由(ἱερός)*=聖的)與(πρέπω)*=合宜)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 要虔敬(1) 多2:3