πολύγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2, $3 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σγουρός]], [[κατσαρός]] («πολύγναμπτον [[σέλινον]]», Θεοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>γναμπτος</i>, <i>εύ</i>-<i>γναμπτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σγουρός]], [[κατσαρός]] («πολύγναμπτον [[σέλινον]]», Θεοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»), [[πρβλ]]. [[άγναμπτος]], [[εύγναμπτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:50, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́γναμπτος Medium diacritics: πολύγναμπτος Low diacritics: πολύγναμπτος Capitals: ΠΟΛΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: polýgnamptos Transliteration B: polygnamptos Transliteration C: polygnamptos Beta Code: polu/gnamptos

English (LSJ)

ον, much-bent, much-twisting, μυχοί Pi.O.3.27; λαβύρινθοι AP9.191; προχοαί Q.S.1.286; curly, σέλινον Theoc. 7.68.

German (Pape)

[Seite 661] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; λαβύρινθος, mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); πορεία, Nonn. D. 14, 373; σέλινον, kraus, Theocr. 7, 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;
2 recourbé, frisé en parl. de certains feuillages.
Étymologie: πολύς, γνάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.

Russian (Dvoretsky)

πολύγναμπτος:
1 весьма извилистый (μυχοί Pind.; λαβύρινθος Anth.);
2 вьющийся, кудрявый (σέλινον Theocr.).

English (Slater)

πολύγναμπτος meandering Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.27)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές
2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)
3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. άγναμπτος, εύγναμπτος].

Greek Monotonic

πολύγναμπτος: -ον, αυτός που λυγίζει πολύ, αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· σγουρός, κατσαρός, σέλινον, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγναμπτος: -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, σγουρός, σέλινον Θεόκρ. 7. 68.

Middle Liddell

πολύ-γναμπτος, ον,
much-bent, much-twisting, Pind.: curling, frizzled, σέλινον Theocr.