καταπλαστός: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sert à enduire, <i>particul.</i> qu’on applique comme un emplâtre;<br /><b>2</b> | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sert à enduire, <i>particul.</i> qu’on applique comme un emplâtre;<br /><b>2</b> [[fardé]] ; <i>fig.</i> [[feint]], [[peu naturel]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταπλάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:04, 7 December 2022
English (LSJ)
όν, A plastered over, φάρμακον καταπλαστόν = κατάπλασμα, plaster, Ar.Pl.717; opp. Χριστά and ποτά, v. Sch.ad loc. II metaph., affected, ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη your false assumptions, Men.339; κ. βαρύτης Plu.2.44a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui sert à enduire, particul. qu’on applique comme un emplâtre;
2 fardé ; fig. feint, peu naturel.
Étymologie: adj. verb. de καταπλάσσω.
German (Pape)
(καταπλάσσω), mit Salben, Pflastern gestrichen, φάρμακον, Pflaster, Ar. Plut. 717; übertragen, geschminkt, affektiert, Plut. de audit. 8 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
καταπλαστός:
1 намазанный или служащий для намазывания (φάρμακον Arph.);
2 деланный, искусственный, неестественный (βαρύτης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπλαστός: -όν, ὁ καταπλασσόμενος, ἐπιτιθέμενος ὡς κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον= κατάπλασμα, φάρμακον κατ. ἐνεχείρισε τρίβειν, τρεῖς κεφαλὰς σκορόδων Ἀριστοφ. Πλ. 717· ὅπου ὁ Σχολ. σημειοῖ τρία εἴδη φαρμάκων, τὰ καταπλαστὰ (καταπλασσόμενα), τὰ χριστὰ (χριόμενα) καὶ τὰ πιστὰ (=πινόμενα). ΙΙ. μεταφ., προσποιητός, πλαστός, ἐψιμυθιωμένος, Λατ. fucatus, τὸ κ. σου, αἱ προσποιήσεις σου, τὰ καμώματά σου, Μένανδ. ἐν «Μισουμ.» 9· κ. βαρύτης Πλούτ. 3, 44Α.
Greek Monolingual
καταπλαστός, -όν (Α) καταπλάσσω
1. αυτός που τοποθετείται ως κατάπλασμα («φάρμακον καταπλαστόν», Αριστοφ.)
2. μτφ. φτειασιδωμένος, προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος.
Greek Monotonic
καταπλαστός: -όν, αυτός που έχει τεθεί ως κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον, κατάπλασμα, έμπλαστρο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
καταπλαστός, όν [from καταπλάσσω
plastered over, καταπλαστὸν φάρμακον a plaster, Ar.