εἴσθεσις: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[inserción]], [[inclusión]] εἰ. ... τὰ φανέντα ἐπεισφέρει τῷ νῷ la «[[actividad]] de [[inserción]]» (como falsa etim. de [[αἴσθησις]]) introduce las [[ | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[inserción]], [[inclusión]] εἰ. ... τὰ φανέντα ἐπεισφέρει τῷ νῷ la «[[actividad]] de [[inserción]]» (como falsa etim. de [[αἴσθησις]]) introduce las [[imagen|imágenes]] en la [[mente]]</i> Ph.1.278, ἀθάνατοι ... οὔτε εἴσθεσιν οὔτε ἀφαίρεσιν οὐδεμίαν ἐπιδεχόμεναι inmortales, (las almas) no admiten ni [[inserción]] ni [[privación]]</i> Dam.<i>Pr</i>.102 (tal vez por [[πρόσθεσις]]).<br /><b class="num">2</b> [[intercalación]] de unidades métricas, Sch.Ar.<i>Ach</i>.566, Sch.rec.Ar.<i>Pl</i>.253a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:12, 8 December 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A putting in, Ph.1.278; opp. ἀφαίρεσις, Dam.Pr. 102. II insetting of short lines in lyric strophes, Sch.Ar.Pl.253, Ach.565.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 inserción, inclusión εἰ. ... τὰ φανέντα ἐπεισφέρει τῷ νῷ la «actividad de inserción» (como falsa etim. de αἴσθησις) introduce las imágenes en la mente Ph.1.278, ἀθάνατοι ... οὔτε εἴσθεσιν οὔτε ἀφαίρεσιν οὐδεμίαν ἐπιδεχόμεναι inmortales, (las almas) no admiten ni inserción ni privación Dam.Pr.102 (tal vez por πρόσθεσις).
2 intercalación de unidades métricas, Sch.Ar.Ach.566, Sch.rec.Ar.Pl.253a.
German (Pape)
[Seite 743] ἡ, das Hineinsetzen, Philo: der Anfang, Eingang, Schol. Ar. Ach. 565.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσθεσις: -εως, ἡ, τὸ τιθέναι ἐντός τινος, Φίλων 1. 278. ΙΙ. εἰσαγωγή, ἀρχή, Σχόλ. εἰς, Ἀριστοφ. Πλ. 253, Ἀχ. 565.
Greek Monolingual
εἴσθεσις, η (AM)
1. τοποθέτηση μέσα σε κάτι
2. (στην τυπογραφία) η εισοχή στίχου, η γραφή του πρώτου γράμματος ένα διάστημα δεξιότερα από την αρχή άλλων στίχων
αρχ.
1. αρχή
2. εισαγωγή.