ἔξυπνος: Difference between revisions
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksypnos | |Transliteration C=eksypnos | ||
|Beta Code=e)/cupnos | |Beta Code=e)/cupnos | ||
|Definition=ον, [[awakened out of sleep]], ἔ. γενέσθαι <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">1 Es.</span>3.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>16.27</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.3.2</span>, Zos.Alch.<span class="bibl">p.118</span> B. Adv. | |Definition=ον, [[awakened out of sleep]], ἔ. γενέσθαι <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">1 Es.</span>3.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>16.27</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.3.2</span>, Zos.Alch.<span class="bibl">p.118</span> B. Adv. [[ἐξύπνως]] <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>1.19.4</span> (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:29, 23 December 2022
English (LSJ)
ον, awakened out of sleep, ἔ. γενέσθαι LXX 1 Es.3.3, Act.Ap.16.27, J.AJ11.3.2, Zos.Alch.p.118 B. Adv. ἐξύπνως PGiss.1.19.4 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 890] aufgeweckt, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
réveillé.
Étymologie: ἐξ, ὕπνος.
Russian (Dvoretsky)
ἔξυπνος: проснувшийся NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξυπνος: -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, ἔξυπνος, «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι.
English (Strong)
from ἐκ and ὕπνος; awake: X out of sleep.
English (Thayer)
ἐξυπνον (ὕπνος), roused out of sleep: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔξυπνος, -ον) ύπνος
ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη
μσν.- νεοελλ.
1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός
2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη.
Greek Monotonic
ἔξυπνος: -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος, ξύπνιος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἔξ-υπνος, ον
awakened out of sleep, NTest.
Chinese
原文音譯:œxupnoj 誒克士-語普挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:出去-睡
字義溯源:醒著的,喚醒的,醒;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出來)與(ὕπνος)*=睡)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 醒(1) 徒16:27