σινίον: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />crible.<br />'''Étymologie:''' [[σίνος]].
|btext=ου (τό) :<br />[[crible]].<br />'''Étymologie:''' [[σίνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινίον Medium diacritics: σινίον Low diacritics: σινίον Capitals: ΣΙΝΙΟΝ
Transliteration A: siníon Transliteration B: sinion Transliteration C: sinion Beta Code: si/nion

English (LSJ)

(parox.), τό, late word for sieve, Id. (cf. σεννίον).

German (Pape)

[Seite 883] τό, das Sieb, mit allen seinen Ableitungen ein spätes Wort, von dem schwerlich vor dem N. T. eine Spur vorhanden ist.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
crible.
Étymologie: σίνος.

Greek (Liddell-Scott)

σινίον: τό, λέξις μεταγενεστ. σημαίνουσα κόσκινον· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.

Greek Monolingual

και σεννίον, τὸ, ΜΑ
το κόσκινο, η κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»].

Greek Monotonic

σινίον: τό, κόσκινο (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: κόσκινον H.
Other forms: = σεννίον PRyl. 139, 9 Ip?
Derivatives: Aor. σινιάσαι to sift, to sieve (Ev. Luc. 22, 31, H., Phot., EM, Suid., gloss.) with σινί-ασμα n. = ῥυπαρία τοῦ σίτου (gloss.), -ατήριον κόσκινον H. Also σείνιος τόπος sieving, winnowing area (pap. IVp) ?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Isolated. Connection with σήθω, σάω, διαττάω (s. vv.) seems impossible (unless itacistic for *σηνίον with G. Meyer Alban. Stud. 3, 42 f.). -- The variation seems to point to a Pre-Greek word; Furnée 357.

Middle Liddell

σινίον, ου, τό,
a sieve. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σινίον: {siníon}
Meaning: κόσκινον H. (= σεννίον PRyl. 139, 9 Ip?).
Derivative: Davon Aor. σινιάσαι sieben, sichten (Ev. Luk. 22, 31, H., Phot., EM, Suid., Gloss.) mit σινίασμα n. = ῥυπαρία τοῦ σίτου (Gloss.), *ατήριον· κόσκινον H. Auch σείνιος τόπος ‘Sieb-, Worfelraum' (Pap. IVp) ?
Etymology: Isoliert. Verbindung mit σήθω, σάω, διαττάω (s. dd.) scheint nicht möglich (wenn nicht itazistisch für *σηνίον mit G. Meyer Alban. Stud. 3, 42 f.).
Page 2,708

Mantoulidis Etymological

τό (=κόσκινο). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά σήθω (=κοσκινίζω), σάω (=κοσκινίζω).
Παράγωγα: σινιάζω (=κοσκινίζω), σινίασμα (=τό ἄχυρο).