ἐπιτεχνάομαι: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "τι" to "τι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitechnaomai | |Transliteration C=epitechnaomai | ||
|Beta Code=e)pitexna/omai | |Beta Code=e)pitexna/omai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[contrive for]] a purpose or to [[meet]] an [[emergency]], [[invent]], βουλήν Hdt.1.63; [[τοιόνδε]] ib.123, 2.2, cf. 119, 121. <b class="b3">δ'</b>; πάσας πείρας D.H.4.55.<br><span class="bld">2</span> [[contrive against]], ἄλλους ἐπ' ἄλλοις πολέμους Id.6.20, cf. Luc.Bis Acc.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
A contrive for a purpose or to meet an emergency, invent, βουλήν Hdt.1.63; τοιόνδε ib.123, 2.2, cf. 119, 121. δ'; πάσας πείρας D.H.4.55.
2 contrive against, ἄλλους ἐπ' ἄλλοις πολέμους Id.6.20, cf. Luc.Bis Acc.1.
German (Pape)
[Seite 991] listig dazu ersinnen, erfinden, List anwenden; ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε Her. 2, 2; βουλὴν σοφωτάτην 1, 63; πρῆγμα οὐκ ὅσιον 2, 119; πάσας πείρας D. Hal. 4, 55; a. S0.; τινί τι, gegen Jem., Luc. bis acc. 1; – ἄλλους ἐπ' ἄλλοις πολέμους, einen Krieg über den andern anzetteln, D. Hal. 6, 20; – ἐπιτεχνητός, künstlich, φῶς Luc. Prom. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
imaginer en vue de ou contre : τινί τι imaginer qch contre qqn.
Étymologie: ἐπί, τεχνάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτεχνάομαι: придумывать, выдумывать (πρῆγμά τι Her.; φίλτρα τινά Plut.): ἐ. τινί τι Luc. затеять что-л. против кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτεχνάομαι: Ἀποθ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ τι πρός τινα σκοπόν, βουλὴν σοφωτάτην... ἐπιτεχνᾶται Ἡρόδ. 1. 63· ἐπιτεχνήσασθαι τοιόνδε 1. 123· ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε 2. 2, πρβλ. 119. 121, 4. 2) μηχανῶμαι ἐναντίον τινός, ἐῶ λέγειν ὁπόσα ἐπὶ πείρᾳ τῆς μαντικῆς ἐπιτεχνῶνται αὐτῷ Λουκ. Δὶς Κατ. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 446.
Greek Monotonic
ἐπιτεχνάομαι: μέλ. -ήσομαι,
1. αποθ., επινοώ κάτι για κάποιον σκοπό ή αντιμετωπίζω κάποιο έκτακτο γεγονός, εφευρίσκω, πλάθω, σε Ηρόδ.
2. μηχανεύομαι κάτι εναντίον, τίτινι, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. -ήσομαι [from ἐπιτεχνάομαι
Dep.
1. to contrive for a purpose or to meet an emergency, to invent, Hdt.
2. to contrive against, τί τινι Luc.