ἀρτίτροπος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artitropos | |Transliteration C=artitropos | ||
|Beta Code=a)rti/tropos | |Beta Code=a)rti/tropos | ||
|Definition= | |Definition=ἀρτίτροπον, ([[ἄρτιος]], [[τρόπος]]) [[well mannered]], [[modest]], [[of modest manners]] (but, [[just of age]], acc. to Sch.), A.''Th.''333 cod. Med. ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀρτίδροπος|ἀρτιδρόποις]] [[just plucked]], [[of tender age]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀρτίτροπον, (ἄρτιος, τρόπος) well mannered, modest, of modest manners (but, just of age, acc. to Sch.), A.Th.333 cod. Med. (v.l. ἀρτιδρόποις just plucked, of tender age).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux manières simples.
Étymologie: ἄρτιος, τρόπος.
German (Pape)
Aesch. Spt. 515, eben herangewachsene, mannbar gewordene Jungfrauen; Andere erkl. edelgesinnt; Andere wollen ἀρτίτροφοι ändern.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίτροπος: недавно достигший зрелости Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίτροπος: -ον, (ἐὰν ἡ λέξις αὕτη, ἣν δίδει ὁ Μεδ. Κῶδιξ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 333, εἶναι ὀρθὴ) ἐπὶ κόρης, ἡ ἄρτι ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας ἐπὶ τὴν τελειοτέραν τραπεῖσα, ἡ μήπω εἰς ὥραν γάμου ἐλθοῦσα κλαυτὸν δ’ ἀρτιτρόποις (ἀρτιτρόφοις, Schneider) ὠμοδρόπων νομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι δωμάτων στυγερὰν ὁδόν, «κλαυτὸν δὲ καὶ θρήνου ἄξιον ταῖς ἄρτι ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἐπὶ τὴν τελειοτέραν τραπείσαις ἀπὸ τῶν ἑαυτῶν δωμάτων διαμεῖψαι καὶ ὁδεῦσαι ὁδὸν στυγεράν... ἤτοι διακορηθῆναι - πρὸ τοῦ νενομισμένου καιροῦ - παρὰ τῶν ἐχθρῶν τῶν ὠμοδρόπων - τῶν τὴν παρθενίαν αὐτῶν καὶ ἥβην ὠμὴν καὶ ἄωρον δρεπομένων - ἐκ τῶν Σχολ. -. Ὑπάρχει καὶ διάφ. γραφὴ ἀρτιδρόποις, ὅ ἐστ. τρυφεραῖς, νεαραῖς· - ἴδε ἀρτιδρεπής.
Greek Monolingual
ἀρτίτροπος, -ον (Α)
(για κόρη) αυτή που μπαίνει στην εφηβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -τροπος < τρέπω.
Middle Liddell
ἄρτι, τρόπος
just of age, marriageable.