κατεφίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[se soulever contre]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ἐφίσταμαι.
|btext=[[se soulever contre]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ἐφίσταμαι.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεφίσταμαι Medium diacritics: κατεφίσταμαι Low diacritics: κατεφίσταμαι Capitals: ΚΑΤΕΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: katephístamai Transliteration B: katephistamai Transliteration C: katefistamai Beta Code: katefi/stamai

English (LSJ)

rise up against, in aor.Act., κατεπέστησαν τῷ Παύλῳ Act.Ap.18.12.

French (Bailly abrégé)

se soulever contre, τινι.
Étymologie: κατά, ἐφίσταμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εφίσταμαι in opstand komen:. κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ιουδαῖοι τῷ Παύλῳ eensgezind keerden de Joden zich tegen Paulus NT Act. Ap. 18.12.

Russian (Dvoretsky)

κατεφίσταμαι: (aor. 2 κατεπέστην) восставать, нападать (τινι NT).

Greek (Liddell-Scott)

κατεφίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεπέστην, ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 12.

Greek Monolingual

κατεφίσταμαι (Α)
εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῖοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»].

Greek Monotonic

κατεφίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ, σηκώνομαι εναντίον κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


Pass., with aor2 act. to rise up against, NTest.

Chinese

原文音譯:katef⋯sthmi 卡特-誒弗-衣士帖米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-在上-站
字義溯源:起來攻擊,攻擊,急進攻擊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἐφίστημι)=在側)組成;而 (ἐφίστημι)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 攻擊(1) 徒18:12