ψήκτρα: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psiktra | |Transliteration C=psiktra | ||
|Beta Code=yh/ktra | |Beta Code=yh/ktra | ||
|Definition=ἡ, (ψήχω) [[curry-comb]] for horses, | |Definition=ἡ, ([[ψήχω]]) [[curry-comb]] for horses, S.''Fr.''475, E.''Hipp.'' 1174, Ar.''Fr.''62, ''AP''6.233 (Maec.), 246 (Phld. or Marc.Arg.), ''PSI'' 4.430.5 (iii B.C.), etc. In [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] also [[ψακτήρ]] and (as glosses on [[ξύστρα]]). Also [[strigil]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=ψήκτρα -ας, ἡ [ψήχω] [[roskam]], [[kam]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ψήχω) curry-comb for horses, S.Fr.475, E.Hipp. 1174, Ar.Fr.62, AP6.233 (Maec.), 246 (Phld. or Marc.Arg.), PSI 4.430.5 (iii B.C.), etc. In Hsch. also ψακτήρ and (as glosses on ξύστρα). Also strigil.
German (Pape)
[Seite 1396] ἡ, ein Werkzeug, damit abzustreichen, abzureiben oder abzukratzen, bes. eine Pferdestriegel, Soph. frg. 422; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας Eur. Hipp. 1174; σιδηρόδετος Qu. Maec. 6 (VI, 233); δονακῆτις Phani. 6 (VI, 307); ἐρυοίθριξ Philodem. 27 (VI, 246).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
étrille pour les chevaux.
Étymologie: ψήχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψήκτρα -ας, ἡ [ψήχω] roskam, kam.
Russian (Dvoretsky)
ψήκτρα: ἡ скребок, скребница Soph., Eur., Arph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ψήκτρα: ἡ, (ψήχω) ἐργαλεῖόν τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἐν τοῖς λουτρῶσι λουομένοις, εἶδος ξύστρου, ὡς τὸ στλεγγίς, Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ἱππ. 1174, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 138, Ἀνθ. Π. 233, 246, κλπ. Παρ’ Ἡσύχ. καὶ ψήκτρια, ψηκτρια, ψηκτρίς, ψακτήρ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, -ίδος, Α
εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως του τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί
νεοελλ.
1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα
2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα, κατά κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα επαφή την ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήχω + επίθημα -τρα / -τρια / -τρίς (πρβλ. ψύκτρα, δέκτρια, ὀρυκ-τρίς)].
Greek Monotonic
ψήκτρα: ἡ (ψύχω), όργανο που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους στα λουτρά, ξύστρα, όπως το στλεγγίς, σε Ευρ., Ανθ.
Middle Liddell
ψήκτρα, ἡ, ψήχω
an instrument used by bathers, a scraper, like στλεγγίς, Eur., Anth.