χρυσοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που λάμπει σαν το [[χρυσάφι]] (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», <b>Ευρ.</b><br />β. «Ἔρως [[χρυσοφαής]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. <i>ψευδο</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που λάμπει σαν το [[χρυσάφι]] (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», <b>Ευρ.</b><br />β. «Ἔρως [[χρυσοφαής]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. [[ψευδοφαής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:55, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφᾰής Medium diacritics: χρυσοφαής Low diacritics: χρυσοφαής Capitals: ΧΡΥΣΟΦΑΗΣ
Transliteration A: chrysophaḗs Transliteration B: chrysophaēs Transliteration C: chrysofais Beta Code: xrusofah/s

English (LSJ)

ές, Boeot. χρουσο- Corinn.Supp.1.20:—gold-shining, κάλπιδες l. c.; Ἅλιος E.Hec.636 (lyr.); Ἔρως Id.Hipp.1275 (lyr.); στέφανος Epigr. ap. Plu.Flam.12; also χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας Sapph. 57A.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 (App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l'éclat de l'or.
Étymologie: χρυσός, φάος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφᾰής:
1 сияющий золотом (ἥλιος Eur.; στέφανος Anth.);
2 златокрылый или лучезарный (Ἔρως Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, ἥλιος Εὐρ. Ἑκ. 636· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1276· στέφανος Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 352.

Spanish

radiante como el oro

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που λάμπει σαν το χρυσάφι (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», Ευρ.
β. «Ἔρως χρυσοφαής», Ευρ.
γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φαής (< φάος), πρβλ. ψευδοφαής].

Greek Monotonic

χρῡσοφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσο-φαής, ές φάος
with golden light, Eur.

Léxico de magia

-ές radiante como el oro de Helios-Horus ἵλαθί μοι, ..., πυρφόρε, χρυσοφαῆ, φαεσίμβροτε séme propicio, portador del fuego, radiante como el oro, que traes la luz a los mortales P IV 458 de Apolo κλῦθί μευ, ἀργυρότοξε, ..., χρυσοφαῆ, λαῖλαψ καὶ Πυθολέτα escúchame, tú que tienes un arco de plata, radiante como el oro, huracán y matador de la serpiente Pitó P VI 32