βδελυρία: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vdelyria | |Transliteration C=vdelyria | ||
|Beta Code=bdeluri/a | |Beta Code=bdeluri/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[beastly behaviour]], [[coarse behaviour]], [[objectionable behaviour]], And.1.122, Is.8.42 (pl.), D. 22.52, Aeschin.1.105, Thphr.''Char.''11, Plu. ''Caes.''9.<br><span class="bld">2</span> [[disgust]], [[nausea]], Hp.''Int.''26, Jul.''Or.''6.190d. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 08:58, 20 February 2023
English (LSJ)
ἡ,
A beastly behaviour, coarse behaviour, objectionable behaviour, And.1.122, Is.8.42 (pl.), D. 22.52, Aeschin.1.105, Thphr.Char.11, Plu. Caes.9.
2 disgust, nausea, Hp.Int.26, Jul.Or.6.190d.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.26
1 conducta infame, desvergüenza εἰς τοῦτο βδελυρίας ἦλθε καὶ παρανομίας And.Myst.122, cf. Is.8.42, D.22.52, 42.15, Aeschin.1.105, Theopomp.Hist.225a, Thphr.Char.11, Plb.8.9.8, Sm.Ps.52.2, Plu.Caes.9, D.Chr.55.13, Lib.Or.41.9, Lyd.Mag.3.58.
2 náusea, repugnancia συκίου ἀγρίου Hp.l.c., ὑπὸ τῆς ... βδελυρίας διεστράφησαν τὸν στόμαχον Iul.Or.9.190d.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Scheußlichkeit, Schamlosigkeit, Andoc. 1. 122; Is. 6, 42; καὶ ἀδικία Ath. VI, 260 e; Unkeuschheit, ὑπὸ μέθης καὶ βδελυρίας κακῶς καὶ αἰσχρῶς διακείμενος τὸ σῶμα Aesch. 1, 26; vgl. Theophr. Char. 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impudeur, conduite infâme.
Étymologie: βδελυρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βδελυρία -ας, ἡ, Ion. βδελυρίη βδελυρός
1. walgelijk gedrag, walgelijkheid:. εἰς τοῦτο βδελυρίας ἦλθε καὶ παρανομίας zover was hij gekomen in walgelijkheid en onwettigheid And. 1.122; ἀπαιδευσίᾳ καὶ βδελυρίᾳ in onbeschaafdheid en walgelijkheid Luc. 31.14.
2. misselijkheid. Hp.
Russian (Dvoretsky)
βδελυρία: ἡ гнусность, мерзость Aeschin., Isae.
Greek (Liddell-Scott)
βδελῠρία: ἡ, κτηνώδης διαγωγή, ἔλλειψις αἰδοῦς καὶ εὐπρεπείας, κτηνώδη πάθη, Ἀνδοκ. 16. 13, Ἰσαῖ. 73. 38, Αἰσχίν. 15. 17. 2) ἀηδία, ναυτία, Ἱππ. 546. 47.
Greek Monolingual
βδελυρία, η (Α) βδελυρός
1. αποκρουστική, κτηνώδης διαγωγή
2. ναυτία, τάση προς έμετο.
Greek Monotonic
βδελῠρία: ἡ, βίαιη, θηριώδης, κτηνώδης συμπεριφορά, έλλειψη καταισχύνης, ευπρέπειας, σεμνότητας, βαναυσότητα, σε Ρήτ.
Middle Liddell
[from βδελυρός
brutal conduct, want of shame and decency, brutality, Oratt.