περιπευκής: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[πικρός]]<br /><b>2.</b> ο εξαιρετικά [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] εξαιρετικά [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πευκής]] (<span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]]), | |mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[πικρός]]<br /><b>2.</b> ο εξαιρετικά [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] εξαιρετικά [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πευκής]] (<span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]]), [[πρβλ]]. [[εχεπευκής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:50, 11 May 2023
English (LSJ)
ές, (πεύκη) very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.
German (Pape)
[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.
Russian (Dvoretsky)
περιπευκής: больно ранящий, причиняющий мучение (βέλος Hom.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχεπευκής].
Greek Monotonic
περιπευκής: -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».