περιπευκής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[πικρός]]<br /><b>2.</b> ο εξαιρετικά [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] εξαιρετικά [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πευκής]] (<span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>εχε</i>-[[πευκής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[πικρός]]<br /><b>2.</b> ο εξαιρετικά [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] εξαιρετικά [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πευκής]] (<span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]]), [[πρβλ]]. [[εχεπευκής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπευκής Medium diacritics: περιπευκής Low diacritics: περιπευκής Capitals: ΠΕΡΙΠΕΥΚΗΣ
Transliteration A: peripeukḗs Transliteration B: peripeukēs Transliteration C: peripefkis Beta Code: peripeukh/s

English (LSJ)

ές, (πεύκη) very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.

German (Pape)

[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.

Russian (Dvoretsky)

περιπευκής: больно ранящий, причиняющий мучение (βέλος Hom.).

English (Autenrieth)

ές: very sharp, Il. 11.845†.

Greek Monolingual

-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχεπευκής].

Greek Monotonic

περιπευκής: -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».

Middle Liddell

περι-πευκής, ές πεύκη
very sharp, keen or painful, Il.