συνελευστικός: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synelefstikos | |Transliteration C=synelefstikos | ||
|Beta Code=suneleustiko/s | |Beta Code=suneleustiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συνελευστική, συνελευστικόν, [[disposed for society]], <b class="b3">τὸ σ.</b> Plu.2.757c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
συνελευστική, συνελευστικόν, disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.
German (Pape)
[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime le monde, sociable.
Étymologie: συνέλευσις.
Russian (Dvoretsky)
συνελευστικός: общительный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.