τειχήρης: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήρες Α<br /><b>1.</b> κλεισμένος [[μέσα]] στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[τειχήρης]] γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος [[γράφω]]», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>2.</b> προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οχυρός]] («[[νῆσος]] [[τειχήρης]] τὴν φύσιν», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τειχήρης]] [[στέφανος]]» — ο [[τειχικός]] [[στέφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]], <i>φρεν</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ήρες Α<br /><b>1.</b> κλεισμένος [[μέσα]] στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[τειχήρης]] γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος [[γράφω]]», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>2.</b> προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οχυρός]] («[[νῆσος]] [[τειχήρης]] τὴν φύσιν», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τειχήρης]] [[στέφανος]]» — ο [[τειχικός]] [[στέφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) ([[πρβλ]]. [[ποδήρης]], [[φρενήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:24, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχήρης Medium diacritics: τειχήρης Low diacritics: τειχήρης Capitals: ΤΕΙΧΗΡΗΣ
Transliteration A: teichḗrēs Transliteration B: teichērēs Transliteration C: teichiris Beta Code: teixh/rhs

English (LSJ)

ες, A within walls, enclosed by walls: hence, 1 beleaguered, besieged, τειχήρεας ποιῆσαί τινας Hdt.1.162, cf. Th.2.101, 4.25; τ. γίγνεσθαι And.3.21; τ. εἶναι X.HG5.3.2, Plb.21.10.6, etc.; τ. μένοντες καθήμεθα D.H.6.50. 2 walled, fortified, LXX Nu.13.20 (19), De.9.1, al., Str.13.1.7; τ. τὴν φύσιν firm by nature, Philostr. Her.10.7. 3 τ. στέφανος, = corona vallaris, BCH28.425 (Argos, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1081] ες, in den Mauern eingesperrt, darin belagert, Her. 1, 162, γίγνεσθαι, Andoc. 3, 21; τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν, Thuc. 2, 101, wie 4, 25; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 2; τειχήρεις καταστήσαντες αὐτούς, Pol. 4, 55, 4; a. Sp.; – mit Mauern versehen, Philostr. imagg. 2, 17.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
enfermé dans des murs, assiégé.
Étymologie: τεῖχος, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

τειχήρης: запертый в стенах, окруженный осадными сооружениями, осажденный Xen., Polyb.: τειχήρεις ποιεῖν τινας Her., Thuc. осаждать кого-л. с помощью укреплений.

Greek (Liddell-Scott)

τειχήρης: -ες, ὁ περικεκλεισμένος ἐντὸς τειχῶν (πρβλ. πυργήρηςὅθεν, 1) ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκεκλεισμένος, πολιορκούμενος, ὅκως τειχήρεας ποιήσειε,… χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε Ἡρόδ. 1. 162· τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας Θουκ. 2. 101., 4. 25· τ. γίγνεσθαι Ἀνδοκ. 26. 9· τ. εἶναι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 2, Πολύβ., κλπ.· τ. ἔνδον καθῆσθαι Διον. Ἁλ. 6. 50. 2) περιτετειχισμένος, ὠχυρωμένος, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΓ΄, 20, Δευτ. Θ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ἡ πρώτη (νῆσος) τειχήρης τὴν φύσιν, ὀχυρὰ ἐκ φύσεως, Φιλόστρ. 835. (Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε τριήρης).

Greek Monolingual

-ήρες Α
1. κλεισμένος μέσα στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», Θουκ.
β. «τειχήρης γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος γράφω», Συνέσ.)
2. προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», Στράβ.)
3. μτφ. οχυρόςνῆσος τειχήρης τὴν φύσιν», Φιλόστρ.)
4. φρ. «τειχήρης στέφανος» — ο τειχικός στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδήρης, φρενήρης)].

Greek Monotonic

τειχήρης: -ες (ἀραρίσκω), περικυκλωμένος από τείχη, πολιορκούμενος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

τειχ-ήρης, ες ἀραρίσκω
enclosed by walls, beleaguered, besieged, Hdt., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

beleaguered, walled in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)