ὀλιγόγονος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγόγονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που γεννά [[κάθε]] [[φορά]] [[λίγα]] μόνο νεογνά<br /><b>2.</b> (για ζώα και φυτά) [[στείρος]], [[άγονος]], [[άκαρπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>γονος</i>].
|mltxt=[[ὀλιγόγονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που γεννά [[κάθε]] [[φορά]] [[λίγα]] μόνο νεογνά<br /><b>2.</b> (για ζώα και φυτά) [[στείρος]], [[άγονος]], [[άκαρπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[πολύγονος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:09, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόγονος Medium diacritics: ὀλιγόγονος Low diacritics: ολιγόγονος Capitals: ΟΛΙΓΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: oligógonos Transliteration B: oligogonos Transliteration C: oligogonos Beta Code: o)ligo/gonos

English (LSJ)

ον, (γονή) producing few offspring, ζῷα ὀ., opp. πολύγονα, Hdt.3.108, Arist.HA558b28; unprolific, Vett.Val.5.25; of plants, Thphr.HP8.4.4 : Comp. -ώτερος Arist.HA570b32.

German (Pape)

[Seite 320] wenig hervorbringend, unfruchtbar; Her. 3, 108; Arist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit peu, peu fécond.
Étymologie: ὀλίγος, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόγονος: малоплодовитый (ζῷα Her., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόγονος: -ον, (γενέσθαι) ὀλίγα ἑκάστοτε γεννῶν, ζῷα ὀλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολύγονα, Ἡρόδ. 3. 108, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5· συγκρ. -ώτερος αὐτόθι 6. 17, 9· - ὀλῐγογονία, ἡ, τὸ τίκτειν ὀλίγα ἑκάστοτε, ἀντίθετον τῷ πολυγονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β.

Greek Monolingual

ὀλιγόγονος, -ον (Α)
1. (για ζώα) αυτός που γεννά κάθε φορά λίγα μόνο νεογνά
2. (για ζώα και φυτά) στείρος, άγονος, άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύγονος].

Greek Monotonic

ὀλῐγόγονος: -ον, αυτός που γεννά μικρό αριθμό νεοσσών σε κάθε γέννα, άκαρπος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὀλῐγό-γονος, ον,
producing few at a birth, Hdt.