πολυσχήμων: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που παρουσιάζει [[ποικιλία]] ως [[προς]] το [[σχήμα]] ή ως [[προς]] τη [[μορφή]], ο [[πολύμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσχημόνως</i> Α<br />με πολυσχήμονα τρόπο, με [[πολυμορφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>σχήμων</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που παρουσιάζει [[ποικιλία]] ως [[προς]] το [[σχήμα]] ή ως [[προς]] τη [[μορφή]], ο [[πολύμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσχημόνως</i> Α<br />με πολυσχήμονα τρόπο, με [[πολυμορφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοσχήμων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσχήμων Medium diacritics: πολυσχήμων Low diacritics: πολυσχήμων Capitals: ΠΟΛΥΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: polyschḗmōn Transliteration B: polyschēmōn Transliteration C: polyschimon Beta Code: polusxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. onos, of many shapes, varied in form, Placit.1.14.4, Poll.6.171, Artem.1.2: Sup. -σχημονέστατος Str.2.5.18. Adv. -μόνως Poll.4.98.

German (Pape)

[Seite 674] ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui se présente sous plusieurs aspects.
Étymologie: πολύς, σχῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσχήμων: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν σχημάτων ἀποτελούμενος, ποικίλος τὸ σχῆμα, τὴν μορφήν, Στράβ. 121, Πολυδ. Ϛ΄, 171. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Δ΄, 98.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παρουσιάζει ποικιλία ως προς το σχήμα ή ως προς τη μορφή, ο πολύμορφος.
επίρρ...
πολυσχημόνως Α
με πολυσχήμονα τρόπο, με πολυμορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλοσχήμων].

Greek Monotonic

πολυσχήμων: -ον (σχῆμα), αυτός που έχει πολλά σχήματα, ποικίλος στις μορφές, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολυ-σχήμων, ον, σχῆμα
of many shapes, varied in form, Strab.