νυκτερέτης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nykteretis | |Transliteration C=nykteretis | ||
|Beta Code=nuktere/ths | |Beta Code=nuktere/ths | ||
|Definition= | |Definition=νυκτερέτου, ὁ, [[one who rows]] or [[fishes by night]], AP6.11 (Satyr.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:29, 25 August 2023
English (LSJ)
νυκτερέτου, ὁ, one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pêcheur de nuit.
Étymologie: νύξ, ἐρέτης.
German (Pape)
ὁ, der bei Nacht rudert, Nachtsischer, Satyr. 1 (VI.11).
Russian (Dvoretsky)
νυκτερέτης: ου ὁ ночной гребец, т. е. ночной рыболов Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερέτης: -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.
Greek Monolingual
νυκτερέτης, ὁ (Α)
αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτερέτης)].
Greek Monotonic
νυκτερέτης: -ου, ὁ, αυτός που κωπηλατεί νύχτα, σε Ανθ.
Middle Liddell
νυκτ-ερέτης, ου, ὁ,
one who rows by night, Anth.