παλινάγρετος: Difference between revisions
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palinagretos | |Transliteration C=palinagretos | ||
|Beta Code=palina/gretos | |Beta Code=palina/gretos | ||
|Definition= | |Definition=παλινάγρετον, ([[ἀγρέω]])<br><span class="bld">A</span> to [[be taken back]] or [[recalled]], <b class="b3">οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν</b> ir[[revocable]], Il.1.526; π. ἀάτη Hes.''Sc.''93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; <b class="b3">π. αἰών, ἀρχή</b>, etc., [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 3.255, 6.175, al.; [[recoverable]], of an element, Numen. ap. Eus.''PE''15.17.<br><span class="bld">2</span> [[retracting his words]], of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παλινάγρετος -ον [[[πάλιν]], [[ἀγρέω]]] [[herroepbaar]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
παλινάγρετον, (ἀγρέω)
A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν irrevocable, Il.1.526; π. ἀάτη Hes.Sc.93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn. D. 3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17.
2 retracting his words, of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.
German (Pape)
[Seite 450] zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on peut changer, révocable.
Étymologie: πάλιν, ἀγρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλινάγρετος -ον [πάλιν, ἀγρέω] herroepbaar.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινάγρετος: могущий быть снова пойманным: ἔπος οὐ παλινάγρετον Hom. безвозвратное, т. е. нерушимое слово.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ὀπίσω λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ἀμετάκλητος λόγος, Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.
English (Autenrieth)
(ἀγρέω=αἱρέω): to be taken back, revocable, Il. 1.526†.
Greek Monolingual
παλινάγρετος, -ον (Α)
1. αυτός που ανακαλείται («(ἔπος) παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος
3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -άγρετος (< ἀγρῶ «κυριεύω», πρβλ. αυτάγρετος].
Greek Monotonic
πᾰλῐνάγρετος: -ον (ἀγρέω), αυτός που στέλνεται πίσω ή ανακαλείται, ἔπος οὐ παλινάγρετον, αμετάκλητος λόγος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
πᾰλῐν-άγρετος, ον, ἀγρέω
to be taken back or recalled, ἔπος οὐ παλινάγρετον an irrevocable word, Il.