περιφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periflegis
|Transliteration C=periflegis
|Beta Code=periflegh/s
|Beta Code=periflegh/s
|Definition=ές, [[very burning]], δίψος Plu.2.699e (Sup.; fort. πυρι-). Adv. -γῶς, διψῆσαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Cat.Ma.</span>1</span>.
|Definition=περιφλεγές, [[very burning]], δίψος Plu.2.699e (Sup.; fort. πυρι-). Adv. [[περιφλεγῶς]], διψῆσαι Id.''Cat.Ma.''1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιφλεγής -ές &#91;[[περί]], [[φλέγω]]] hevig brandend; adv. περιφλεγῶς brandend, verzengend:. διψήσας περιφλεγῶς omdat hij een verzengende dorst had gekregen Plut. CMa 1.10.
|elnltext=περιφλεγής -ές &#91;[[περί]], [[φλέγω]]] hevig brandend; adv. περιφλεγῶς brandend, verzengend:. διψήσας περιφλεγῶς omdat hij een verzengende dorst had gekregen Plut. CMa 1.10.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφλεγής Medium diacritics: περιφλεγής Low diacritics: περιφλεγής Capitals: ΠΕΡΙΦΛΕΓΗΣ
Transliteration A: periphlegḗs Transliteration B: periphlegēs Transliteration C: periflegis Beta Code: periflegh/s

English (LSJ)

περιφλεγές, very burning, δίψος Plu.2.699e (Sup.; fort. πυρι-). Adv. περιφλεγῶς, διψῆσαι Id.Cat.Ma.1.

German (Pape)

[Seite 599] ές, sehr brennend, δίψος, Plut. Symp. 7, 1, 3. – Adv., Cat. mai. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au Sp. περιφλεγέστατος, ardent.
Étymologie: περιφλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιφλεγής -ές [περί, φλέγω] hevig brandend; adv. περιφλεγῶς brandend, verzengend:. διψήσας περιφλεγῶς omdat hij een verzengende dorst had gekregen Plut. CMa 1.10.

Russian (Dvoretsky)

περιφλεγής: жгучий (δίψος Plut.).

Greek Monolingual

-ές, Α
με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς
με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επιφλεγής].

Greek Monotonic

περιφλεγής: -ές, πολύ φλογερός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιφλεγής: -ές, σφόδρα φλογερός, δίψος Πλούτ. 2. 699Ε, ἐν τῷ ὑπερθ.˙ περιφλεγῶς διψῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 1.

Middle Liddell

περιφλεγής, ές
very burning. adv., -γῶς Plut. [from περιφλέγω