σιτώνης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitonis
|Transliteration C=sitonis
|Beta Code=sitw/nhs
|Beta Code=sitw/nhs
|Definition=ου, ὁ, (ὠνέομαι) [[public buyer of corn]], an officer in many Greek states, as at Athens, <span class="bibl">D.18.248</span>, <span class="title">IG</span>22.792.11; at Samos, <span class="title">SIG</span>976.45 (ii B.C.); in Laconia, <span class="title">IG</span>5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, <span class="title">IGRom.</span>4.1228.
|Definition=σιτώνου, ὁ, ([[ὠνέομαι]]) [[public buyer of corn]], an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, ''IG''22.792.11; at Samos, ''SIG''976.45 (ii B.C.); in Laconia, ''IG''5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, ''IGRom.''4.1228.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σιτώνης -ου, ὁ &#91;[[σῖτος]], [[ὠνέομαι]]] officiële graankoper.
|elnltext=σιτώνης -ου, ὁ &#91;[[σῖτος]], [[ὠνέομαι]]] officiële graankoper.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτώνης Medium diacritics: σιτώνης Low diacritics: σιτώνης Capitals: ΣΙΤΩΝΗΣ
Transliteration A: sitṓnēs Transliteration B: sitōnēs Transliteration C: sitonis Beta Code: sitw/nhs

English (LSJ)

σιτώνου, ὁ, (ὠνέομαι) public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf; Dem. 18, 248; Plut. X. oratt. p. 262.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à Athènes commissaire chargé des achats de blé.
Étymologie: σῖτος, ὠνέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.

Russian (Dvoretsky)

σῑτώνης: ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, ὑπάλληλος ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἷον ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. σιταγέρτης·- σῑτωνέω, εἶμαι σιτώνης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. ἔμπορος σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που αγοράζει σιτάρι
2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οινώνης].

Greek Monotonic

σῑτώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει σιτηρά, προμηθευτής σιτηρών, σιτιστής, σε Δημ.

Middle Liddell

σῑτ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι
a buyer of corn, a commissary for buying it, Dem.