μελῳδός: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melodos
|Transliteration C=melodos
|Beta Code=melw|do/s
|Beta Code=melw|do/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[musical]], [[melodious]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1104</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Hel.</span>1109</span> (lyr.); ἀχήματα <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>1045</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">μελῳδός, ὁ,</b> = [[μελοποιός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>723d</span>, <span class="title">AJP</span>48.18 (Rome).</span>
|Definition=μελῳδόν,<br><span class="bld">A</span> [[musical]], [[melodious]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]], E.''IT''1104 (lyr.), ''Hel.''1109 (lyr.); ἀχήματα Id.''IA''1045 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">μελῳδός, ὁ,</b> = [[μελοποιός]], Pl.''Lg.''723d, ''AJP''48.18 (Rome).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῳδός Medium diacritics: μελῳδός Low diacritics: μελωδός Capitals: ΜΕΛΩΔΟΣ
Transliteration A: melōidós Transliteration B: melōdos Transliteration C: melodos Beta Code: melw|do/s

English (LSJ)

μελῳδόν,
A musical, melodious, κύκνος, ὄρνις, E.IT1104 (lyr.), Hel.1109 (lyr.); ἀχήματα Id.IA1045 (lyr.).
II Subst. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Pl.Lg.723d, AJP48.18 (Rome).

German (Pape)

[Seite 129] ein Lied singend, Eur. Rhes. 351; oft auch ἄχημα, I. T. 1045; auch = dichtend, bes. der lyrische Dichter, Plat. Legg. IV, 723 d; Τήϊος, Anacr. 1, 2; ὄρνις θρήνων μ. Luc. Halcyon. 8, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui chante;
2 mélodieux.
Étymologie: μέλος, ᾄδω.

Russian (Dvoretsky)

μελῳδός:
1 поющий (Μοῦσα, κύκνος, ὄρνις Eur.);
2 певучий (ἄχημα Eur.).
IIпевец, лирический поэт Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδός: -όν, (μέλος Β) ὁ ᾄδων μελῳδικῶς, μουσικός, μελῳδικός, κύκνος, ὄρνις Εὐρ. Ι. Τ. 1104, Ἑλ. 1111· ἄχημα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1045. II. ὡς οὐσιαστ. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Πλάτ. Νόμ. 723D.

Greek Monolingual

ο, η (ΑM μελῳδός, -όν)
ως ουσ.
1. αοιδός, τραγουδιστής
2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του
2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο μελωδός»)
νεοελλ.
μουσικοσυνθέτης, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός («μελῳδοῖς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. κωμωδός, τραγωδός)].

Greek Monotonic

μελῳδός: -όν (μέλος III, ᾄδω), τραγουδιστής, μουσικός, μελωδικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελ-ῳδός, όν μέλος II, ᾄδω]
singing, musical, melodious, Eur.

English (Woodhouse)

melodious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)