φαιδρόνους: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=faidronous | |Transliteration C=faidronous | ||
|Beta Code=faidro/nous | |Beta Code=faidro/nous | ||
|Definition= | |Definition=φαιδρόνουν, [[with bright]], [[joyous mind]], [[light-hearted]], A.''Ag.'' 1229([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
φαιδρόνουν, with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui a l'âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρόνους: с ясным умом, бодро настроенный Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφόνους].
Greek Monotonic
φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.